Έναρξη του χρόνου παραγραφής του αδικήματος της λαθρεμπορίας. Το δικαίωμα του Δημοσίου για κοινοποίηση σχετικής καταλογιστικής πράξης επιβολής δασμοφορολογικών επιβαρύνσεως εκκινεί κατά την στιγμή της εισαγωγής του προϊόντος εντός των συνόρων του κράτους. Τέλεση της λαθρεμπορίας. Κατοχή του προϊόντος της λαθρεμπορίας.

Προσθέστε Εδώ το Κείμενο Επικεφαλίδας σας

Έναρξη του χρόνου παραγραφής του αδικήματος της λαθρεμπορίας. Το δικαίωμα του Δημοσίου για κοινοποίηση σχετικής καταλογιστικής πράξης επιβολής δασμοφορολογικών επιβαρύνσεως εκκινεί κατά την στιγμή της εισαγωγής του προϊόντος εντός των συνόρων του κράτους. Τέλεση της λαθρεμπορίας. Κατοχή του προϊόντος της λαθρεμπορίας.

Η τυχόν μεταγενέστερη κατοχή του προϊόντος της λαθρεμπορίας από το ίδιο πρόσωπο που προέβη στην τέλεσή της, στην εισαγωγή δηλαδή, χωρίς την καταβολή, με δόλο, των οφειλομένων δασμών και φόρων, δεν ασκεί επιρροή στον χρόνο έναρξης της παραγραφής του εν λόγω αδικήματος λαθρεμπορίας και του δικαιώματος του Δημοσίου προς κοινοποίηση της σχετικής καταλογιστικής πράξης, ο οποίος εκκινεί, σύμφωνα με το άρθρο 152 παρ. 4 του ν. 2960/2001 (Εθνικός Τελωνειακός Κώδικας) από την τέλεσή της, δηλαδή από την, υπό συνθήκες που συνιστούν λαθρεμπορία, εισαγωγή του προϊόντος εντός των συνόρων του κράτους.
 
Αριθμός 1193/2023
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Β΄
 
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 18 Νοεμβρίου 2020, με την εξής σύνθεση: Σπυρίδων-Κων/νος Μαρκάτης, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος, που είχε κώλυμα, Βικτωρία Πλαπούτα, Αγορίτσα Σδράκα, Σύμβουλοι, Γεωργία Φλίγγου, Αντώνιος Φοβάκης, Πάρεδροι. Γραμματέας η Καλλιόπη Ανδρέου.
 
Για να δικάσει την από 20 Ιανουαρίου 2015 αίτηση των: 1) ……… του ………, κατοίκου Θηβών (…. χλμ. Π.Ε.Ο. …………) και 2) ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………» και διακριτικό τίτλο «………», που εδρεύει στη Θήβα (…. χλμ Π.Ε.Ο………… ), οι οποίοι παρέστησαν με τη δικηγόρο Διαμαντούλα Αλεξανδροπούλου (Α.Μ. 29023), που τη διόρισαν με ειδικό πληρεξούσιο και η οποία κατέθεσε δήλωση, σύμφωνα με το άρθρο 26 του ν. 4509/2017, περί μη εμφανίσεως της,
κατά του Υπουργού Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με τον Πολυχρόνη Καραστεργίου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και ο οποίος κατέθεσε δήλωση, σύμφωνα με το άρθρο 26 του ν. 4509/2017, περί μη εμφανίσεως του.
 
Με την αίτηση αυτή οι αναιρεσείοντες επιδιώκουν να αναιρεθεί η υπ’ αριθ. 1028/2015 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς.
 
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Παρέδρου Γεωργίας Φλίγγου.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α 
 
Α φ ο ύ  μ ε λ έ τ η σ ε  τ α  σ χ ε τ ι κ ά   έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε  κ α τ ά   τ ο ν  Ν ό μ ο
 
1. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, για την άσκηση της οποίας καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (………, ……./21.12.2015 ειδικά έντυπα παραβόλου σειράς Α΄), ζητείται η αναίρεση της 1028/2015 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά, με την οποία απορρίφθηκε προσφυγή των αναιρεσειόντων κατά της …./10.12.2012 πράξης του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης του Τελωνείου ……. Με την πράξη αυτή καταλογίστηκαν σε βάρος του α΄ αναιρεσείοντος, υπό την ιδιότητά του ως νομίμου εκπροσώπου της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “………..” με δ.τ. “……….” -πρώην επωνυμία της β΄ αναιρεσείουσας ανώνυμης εταιρείας-, ως υπαιτίου λαθρεμπορίας, πολλαπλά τέλη ποσού 511.015,80 ευρώ και οι αναλογούντες δασμοί και λοιποί φόροι, συνολικού ποσού 170.338,60 ευρώ, και κηρύχθηκε η εταιρεία “……….” αλληλεγγύως αστικώς συνυπεύθυνη για την καταβολή των εν λόγω πολλαπλών τελών, δασμών και φόρων.
 
2. Επειδή, όπως έχει παγίως κριθεί (ΣτΕ 4163/2012 7μ., 764/2014 7μ., 550/2015 7μ., 458 (7μ.), 2239 (7μ.), 2568/2018 7μ. κ.ά.), κατά την έννοια των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), όπως αυτές αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213), η δε παράγραφος 3 περαιτέρω και με το άρθρο 15 παρ. 2 του ν. 4446/2016 (Α΄ 240), αίτηση αναιρέσεως επί διαφοράς με χρηματικό αντικείμενο που δεν υπολείπεται του ορίου της παραγράφου 4 (40.000 ευρώ), ασκείται παραδεκτώς μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο με ειδικούς, αυτοτελείς και συγκεκριμένους ισχυρισμούς, που περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο, μεταξύ άλλων, ότι οι κρίσεις της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης επί συγκεκριμένου νομικού ζητήματος, η επίλυση του οποίου ήταν αναγκαία για την διάγνωση της οικείας υποθέσεως, έρχονται σε αντίθεση προς παγιωμένη ή, πάντως, μη ανατραπείσα νομολογία επί του αυτού νομικού ζητήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας.
 
3. Επειδή, το ποσό της διαφοράς που άγεται ενώπιον του Δικαστηρίου με την παρούσα αίτηση είναι ανώτερο των 40.000 ευρώ (βλ. σκ. 1 και τα ……/29.12.2015, …./8.2.2016 σημειώματα της διάδικης τελωνειακής αρχής).
 
4. Επειδή, ο Εθνικός Τελωνειακός Κώδικας (ν. 2960/2001, Α΄ 265), όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, ορίζει στο άρθρο 24 παρ. 1 ότι “Τα εμπορεύματα, που εισέρχονται στο τελωνειακό έδαφος της χώρας, υποβάλλονται, από τη στιγμή της εισόδου τους, σε τελωνειακή επιτήρηση ή και έλεγχο, προσκομίζονται δε χωρίς καθυστέρηση και σύμφωνα με τους όρους, που καθορίζει η Τελωνειακή Αρχή εισόδου στο τελωνειακό έδαφος της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.), στην αρμόδια Τελωνειακή Αρχή ή σε άλλο χώρο, που καθορίζει ή εγκρίνει η αρμόδια αυτή αρχή”, στο άρθρο 29 ότι “1. Τελωνειακή οφειλή είναι η υποχρέωση κάθε φυσικού ή νομικού προσώπου έναντι Τελωνειακής Αρχής για καταβολή του συνόλου των δασμών και φόρων, συμπεριλαμβανομένου του φόρου προστιθέμενης αξίας (Φ.Π.Α.) και των λοιπών δικαιωμάτων του Δημοσίου, που αναλογούν σε εμπορεύματα και τα επιβαρύνουν κατά τις οικείες διατάξεις… 2. Επιφυλασσομένων των διατάξεων του Τελωνειακού Κοινοτικού Κώδικα η τελωνειακή οφειλή γεννάται: α)… β) από την παράτυπη εισαγωγή στο τελωνειακό έδαφος ενός εμπορεύματος…”, στο άρθρο 142 ότι “1. Η μη τήρηση των διατυπώσεων του παρόντα Κώδικα, οι οποίες έχουν σχέση με τις τελωνειακές εργασίες και την Τελωνειακή Υπηρεσία, χαρακτηρίζεται και τιμωρείται ως τελωνειακή παράβαση. 2. Ως τελωνειακή παράβαση χαρακτηρίζεται επίσης, η με οιονδήποτε τρόπο, από τους αναφερόμενους στο άρθρο 155 του παρόντα Κώδικα, διαφυγή ή απόπειρα διαφυγής της πληρωμής των δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων, καθώς και η μη τήρηση των καθοριζόμενων, στο άρθρο 155 του παρόντα Κώδικα, διατυπώσεων και επισύρουν κατά των υπευθύνων πολλαπλό τέλος, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντα Κώδικα ακόμη και αν κρινόταν, αρμοδίως, ότι δεν συντρέχουν τα στοιχεία αξιόποινης λαθρεμπορίας. …”, στο άρθρο 150 ότι “1. Κατά των με οποιονδήποτε τρόπο συμμετεχόντων στην τελωνειακή παράβαση, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 142 του παρόντος Κώδικα και ανάλογα με τον βαθμό συμμετοχής εκάστου, άσχετα από την ποινική δίωξη αυτών, επιβάλλεται, σύμφωνα με τις διατάξεις 152, 155 και επόμενων του παρόντος Κώδικα, ιδιαίτερα στον καθένα και αλληλέγγυα, πολλαπλό τέλος από το τριπλάσιο μέχρι το πενταπλάσιο των δασμοφορολογικών επιβαρύνσεων, που αναλογούν στο αντικείμενο αυτής,… 2. Το, από την προηγούμενη παράγραφο, προβλεπόμενο πολλαπλό τέλος επιβάλλουν με πράξεις τους, κατά τις διατάξεις του άρθρου 152 του παρόντα Κώδικα, οι Προϊστάμενοι των Τελωνειακών Αρχών, σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο. …”, στο άρθρο 152 ότι “1. Αρμόδιος για την επιβολή των προστίμων ή πολλαπλών τελών που προβλέπονται από τον παρόντα Κώδικα είναι ο Προϊστάμενος της Τελωνειακής Αρχής, στη χωρική αρμοδιότητα της οποίας τελέστηκε η παράβαση… 4. Οι τελωνειακές παραβάσεις παραγράφονται εάν, μέσα σε τριετία από την τέλεση, δεν κοινοποιηθεί στον ή στους υπαίτιους η καταλογιστική πράξη του Διευθυντή ή του Προϊσταμένου της αρμόδιας Τελωνειακής Αρχής. Κατ’ εξαίρεση η ως άνω προθεσμία ορίζεται επταετής προκειμένου περί των παραβάσεων της παραγράφου 2 του άρθρου 142 του παρόντα Κώδικα” και στο άρθρο 155 ότι “1. Λαθρεμπορία είναι α) η εντός της τελωνειακού εδάφους εισαγωγή ή εξ αυτού εξαγωγή εμπορευμάτων υποκειμένων σε δασμούς, φόρους και λοιπές επιβαρύνσεις που εισπράττονται στα Τελωνεία, χωρίς τη γραπτή άδεια της αρμόδιας Τελωνειακής Αρχής ή σε άλλο από τον ορισμένο παρ’ αυτής τόπο ή χρόνο, β) οποιαδήποτε ενέργεια, που αποσκοπεί να στερήσει από το Ελληνικό Δημόσιο ή την Ευρωπαϊκή Ένωση των υπ’ αυτών εισπρακτέων δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων από τα εισαγόμενα ή εξαγόμενα εμπορεύματα, και αν ακόμη αυτά εισπράχθηκαν κατά χρόνο και τρόπο διάφορα εκείνου που ορίζει ο νόμος. … 2. Ως λαθρεμπορία θεωρείται: α)… ζ) η αγορά, πώληση και κατοχή εμπορευμάτων που έχουν εισαχθεί ή τεθεί στην κατανάλωση κατά τρόπο που συνιστά το αδίκημα της λαθρεμπορίας, η)…”.
 
5. Επειδή, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έγιναν δεκτά τα ακόλουθα: Κατόπιν του …../27.10.2009 εγγράφου του Τελωνείου …… και της ……/5.7.2011 εντολής ελέγχου του Προϊσταμένου του Σ.Δ.Ο.Ε. Αττικής, τα αρμόδια όργανα μετέβησαν στην έδρα της β΄ αναιρεσείουσας εταιρείας, η οποία έφερε τότε την επωνυμία “………” με δ.τ. “……” (βλ. και σκέψη 1) και είχε αντικείμενο εργασιών την παραγωγή – εμπορία CD – DVD-R, προκειμένου να ελέγξουν την νομιμότητα κτήσης από αυτή ενός μηχανήματος για παραγωγή και αντιγραφή CD-R, DVD-R. Κατά τον έλεγχο διαπιστώθηκε ότι η β΄ αναιρεσείουσα πραγματοποίησε την αγορά ενός μηχανήματος αντιγραφής οπτικών δίσκων (DVD) σε μέρη και για τον σκοπό αυτό συνέταξε συμβόλαιο με την ολλανδική εταιρεία “………….” για την προμήθεια και συναρμολόγηση των μερών αυτού και τη λειτουργία του τελικού μηχανήματος. Στη συνέχεια οι ελεγκτές αφού έλαβαν υπόψη: α) την αγγλική διατύπωση στη σελίδα 4/15 του σχετικού συμβολαίου, από την οποία προκύπτει ότι όλες οι φορολογικές υποχρεώσεις έναντι των ελληνικών φορολογικών αρχών, συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ, βαρύνουν αποκλειστικά τον αγοραστή, β) τις με ημερομηνία 17.11.2003 φορτωτικές των ελβετικών εταιρειών “………..” και “……..” από τις οποίες προκύπτει ότι τα μέρη μηχανών του μηχανήματος απεστάλησαν κατευθείαν από την Ελβετία στην εν λόγω επιχείρηση, κατόπιν εντολής της ολλανδικής εταιρείας “……….” και γ) το ……./29.12.2005 έγγραφο της 14ης Δ/νσης Φ.Π.Α. Τμήμα VIES, σύμφωνα με το οποίο η προαναφερθείσα ολλανδική εταιρεία, ενώ αρχικά εμφάνισε τις συγκεκριμένες συναλλαγές ενδοκοινοτικές, στη συνέχεια προέβη σε σχετική διόρθωση, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι για την αξία εμπορευμάτων προέλευσης Ελβετίας δεν είχαν καταβληθεί οι αναλογούσες δασμοφορολογικές επιβαρύνσεις. Ειδικότερα, η τελωνειακή αρχή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η β΄ αναιρεσείουσα εταιρεία εισήγαγε εμπορεύματα αξίας 820.000 ευρώ (640.000 ευρώ + 180.000 ευρώ) -σύμφωνα με τα τιμολόγια των ανωτέρω δύο ελβετικών εταιρειών- από τρίτη χώρα (Ελβετία) χωρίς την ενημέρωση των τελωνειακών αρχών της χώρας και χωρίς την καταβολή των αναλογούντων δασμών και φόρων και ότι η πράξη αυτή (εισαγωγή των εν λόγω εμπορευμάτων από τρίτη χώρα) συνιστά το αδίκημα της λαθρεμπορίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 142-158 του ν. 2960/2001 “περί Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα”. Κατόπιν τούτων και αφού ο α΄ αναιρεσείων κατέθεσε σχετικό απολογητικό υπόμνημα, εκδόθηκε η ένδικη καταλογιστική πράξη (…../10.12.2012), με την οποία καταλογίστηκαν σε βάρος του α΄ αναιρείοντος, ως νομίμου εκπροσώπου της β΄ αναιρεσείουσας εταιρείας, οι αναλογούντες δασμοί και φόροι και πολλαπλά τέλη και κηρύχθηκε η τελευταία αστικώς συνυπεύθυνη για την καταβολή τους, προσφυγή δε των αναιρεσειόντων κατ’ αυτής απορρίφθηκε με την ήδη αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση.
 
6. Επειδή, οι αναιρεσείοντες με δικόγραφο πρόσθετων λόγων προσφυγής προέβαλαν ότι το δικαίωμα του Δημοσίου για τον καταλογισμό των οφειλομένων δασμών και φόρων και την επιβολή πολλαπλών τελών είχε παραγραφεί, καθόσον η επίδικη εισαγωγή έλαβε χώρα κατά τα έτη 2002 – 2003 και η ένδικη καταλογιστική πράξη (…../10.12.2012 του Προϊσταμένου Διεύθυνσης του Τελωνείου ……) κοινοποιήθηκε σε αυτούς τον Ιανουάριο του 2013, ήτοι μετά την παρέλευση της προβλεπόμενης στο άρθρο 152 παρ. 4 του Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα (ν. 2960/2001) σχετικής επταετούς προθεσμίας. Ο (πρόσθετος) αυτός λόγος προσφυγής απορρίφθηκε από το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο ως αβάσιμος με την εξής, επί λέξει, αιτιολογία: “αφετηρία της επταετούς παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου για τον καταλογισμό των δασμοφορολογικών επιβαρύνσεων και πολλαπλών τελών για το αδίκημα της λαθρεμπορίας είναι η ημερομηνία διαπίστωσης της λαθρεμπορικής παράβασης, ήτοι εν προκειμένω η 5η Ιουλίου 2011, αφού μέχρι την ημερομηνία αυτή οι προσφεύγοντες είχαν στην κατοχή τους το ανωτέρω μηχάνημα (βλ. ΣτΕ 953, 43/2007, 54/2006 κ.ά.) και, εφόσον από την ημερομηνία αυτή μέχρι την επίδοση της προσβαλλόμενης καταλογιστικής πράξης, στις 22 Ιανουαρίου 2013, δεν έχει παρέλθει επταετία, το δικαίωμα του Δημοσίου για τον καταλογισμό των ανωτέρω επιβαρύνσεων και τελών δεν έχει παραγραφεί”. Με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι η προεκτεθείσα κρίση της αναιρεσιβαλλομένης απόφασης παραβιάζει το άρθρο 152 παρ. 4 του Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα (ν. 2960/2001), σύμφωνα με το οποίο η παραγραφή του δικαιώματος του Δημοσίου προς καταλογισμό των διαφυγόντων δασμών και φόρων και επιβολής πολλαπλών τελών εκκινεί από την τέλεση της λαθρεμπορικής παράβασης και όχι από την διαπίστωσή της. Συναφώς, προβάλλεται ότι η νομολογία που επικαλείται το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο (αποφάσεις ΣτΕ 953, 43/2007, 54/2006), αφορά το διάφορο ζήτημα της έναρξης της παραγραφής στην περίπτωση που η αποδοθείσα τελωνειακή παράβαση αφορά στην κατοχή αυτοκινήτου που φέρει ατομικά χαρακτηριστικά διαφορετικά από άλλο αυτοκίνητο, το οποίο έχει εισαχθεί νομίμως και του οποίου φέρει τον αριθμό κυκλοφορίας, οπότε δεν απαιτείται ειδικότερη απόδειξη του τόπου, χρόνου και τρόπου εισαγωγής του κατεχομένου αυτοκινήτου και η παραγραφή δεν αρχίζει εφόσον το αυτοκίνητο παραμένει στην κατοχή του παραβάτη – κατόχου. Προς θεμελίωση του παραδεκτού προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αντίθετη προς την (πάγια) νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, σύμφωνα με την οποία αφετηρία της ανωτέρω παραγραφής αποτελεί ο χρόνος τέλεσης το αδικήματος της λαθρεμπορίας, ήτοι ο χρόνος εισαγωγής του εμπορεύματος, χωρίς την καταβολή, με δόλο, των κατά νόμο οφειλομένων δασμών και φόρων, και όχι ο χρόνος διαπίστωσης της εν λόγω λαθρεμπορικής παράβασης· αναφέρεται δε (ως αντίθετη) η απόφαση 1008/2014 του Δικαστηρίου, η οποία διαλαμβάνει ερμηνευτική των αντίστοιχων διατάξεων του προϊσχύσαντος Τελωνειακού Κώδικα (ν. 1165/1918, άρθρο 99 παρ. 4) σκέψη περί παραγραφής των τελωνειακών παραβάσεων που χαρακτηρίζονται ως λαθρεμπορία και του δικαιώματος του Δημοσίου προς επιβολή των διαφυγόντων δασμών και λοιπών φόρων εάν εντός πενταετίας -προθεσμία που ορίστηκε επταετής με το άρθρο 25 του ν. 2198/1994- από την τέλεση (όχι την διαπίστωση) της τελωνειακής παράβασης της λαθρεμπορίας δεν κοινοποιηθεί η καταλογιστική πράξη του Προϊσταμένου της αρμόδιας τελωνειακής αρχής. Ενόψει της ανωτέρω κρίσης της ΣτΕ 1008/2014 ανακύπτει, κατ’ αρχήν, αντίθεση της αναιρεσιβαλλομένης απόφασης προς την ανωτέρω νομολογία και, συνεπώς, ο λόγος αναιρέσεως προβάλλεται παραδεκτώς, είναι δε, περαιτέρω, και βάσιμος. Τούτο διότι με την προεκτεθείσα διάταξη του άρθρου 155 παρ. 2 περίπτ. ζ΄ του νέου Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα (που αποτελεί επανάληψη της διάταξης του άρθρου 100 παρ. 2 περίπτ. θ΄ του προϊσχύσαντος Τελωνειακού Κώδικα -ν. 1165/1918-, προστεθείσης με το άρθρο 8 του ν. 2096/1952, Α΄113) επεκτάθηκαν μεν οι συνέπειες της λαθρεμπορίας και στα πρόσωπα που δεν προέβησαν αυτά στην εντός των συνόρων του κράτους εισαγωγή (ή θέση σε κυκλοφορία) εμπορευμάτων υπό συνθήκες συνιστώσες το αδίκημα της λαθρεμπορίας αλλά βρίσκονται στην κατοχή τέτοιων εμπορευμάτων εν γνώσει της ιδιότητάς τους ως προϊόντων λαθρεμπορίας (βλ. ΣτΕ 4592-3/2013, 2881/2009, 1043/2011, 1918/2013)· η τυχόν, όμως, μεταγενέστερη κατοχή του προϊόντος της λαθρεμπορίας από το ίδιο πρόσωπο που προέβη στην τέλεσή της, στην εισαγωγή δηλαδή, χωρίς την καταβολή, με δόλο, των οφειλομένων δασμών και φόρων, δεν ασκεί επιρροή στον χρόνο έναρξης της παραγραφής του εν λόγω αδικήματος λαθρεμπορίας και του δικαιώματος του Δημοσίου προς κοινοποίηση της σχετικής καταλογιστικής πράξης, ο οποίος εκκινεί, σύμφωνα με το άρθρο 152 παρ. 4 του ν. 2960/2001 (Εθνικός Τελωνειακός Κώδικας) από την τέλεσή της, δηλαδή από την, υπό συνθήκες που συνιστούν λαθρεμπορία, εισαγωγή του προϊόντος εντός των συνόρων του κράτους. Εν προκειμένω, σύμφωνα με όσα δέχθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, η αποδοθείσα παράβαση δεν αφορά στην απλή κατοχή του ενδίκου μηχανήματος (εισαχθέντος με λαθρεμπορικό τρόπο υπό τρίτου προσώπου) με γνώση της λαθρεμπορικής του προέλευσης -οπότε η παραγραφή για την κοινοποίηση της καταλογιστικής πράξης δεν θα άρχιζε πριν από τη διαπίστωση της τελωνειακής παράβασης της κατοχής προϊόντος λαθρεμπορίας- αλλά στην, με λαθρεμπορικό τέχνασμα, προς αποφυγή καταβολής δασμών και φόρων, εισαγωγή του από τον α΄ αναιρεσείοντα, κατόπιν ελέγχου των σχετικών με την εν λόγω εισαγωγή συνθηκών και εγγράφων, τον οποίο (έλεγχο) όφειλαν, άλλωστε, να κάνουν οι αρμόδιες αρχές εντός του χρόνου παραγραφής της ανωτέρω αποδοθείσης λαθρεμπορικής παράβασης. Ενόψει αυτών, η προεκτεθείσα κρίση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφαση δεν είναι νόμιμη και ο λόγος αναιρέσεως πρέπει να γίνει δεκτός. Μειοψήφησε η Σύμβουλος Β. Πλαπούτα, κατά την γνώμη της οποίας ο λόγος αναιρέσεως δεν προβάλλεται παραδεκτώς, είναι δε, σε κάθε περίπτωση, απορριπτέος ως αβάσιμος. Τούτο διότι η νομολογία που αναφέρει το αναιρετήριο ως αντίθετη προς την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, δεν αφορά το κρίσιμο νομικό ζήτημα που τίθεται για την επίλυση της ένδικης διαφοράς και το οποίο αφορά στον χρόνο έναρξης της παραγραφής για την κοινοποίηαη της καταλογιστικής πράξης από την τελωνειακή αρχή σε περίπτωση που το, με λαθρεμπορικό τέχνασμα για την αποφυγή καταβολής των αναλογούντων δασμών και φόρων, εισαχθέν εμπόρευμα παραμένει στην κατοχή του λαθρεμπόρου εισαγωγέα του· περαιτέρω δε, σύμφωνα με την ίδια γνώμη, στην περίπτωση αυτή, η παραγραφή δεν αρχίζει ενόσω το λαθρεμπόρευμα παραμένει στην κατοχή του μετελθόντος το λαθρεμπορικό τέχνασμα εισαγωγέα, διότι εξακολουθεί να υφίσταται ο λαθρεμπορικός του δόλος και η παράβαση καθίσταται διαρκής, η δε κρίση της αναιρεσιβαλλομένης απόφασης παρίσταται νόμιμη.
 
7. Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, αποβαίνει δε αλυσιτελής η εξέταση των λοιπών προβαλλομένων λόγων. Περαιτέρω, λαμβάνοντας υπόψη ότι η υπόθεση δεν χρειάζεται διευκρίνιση ως προς το πραγματικό, το Δικαστήριο κρατεί την υπόθεση και δικάζει την προσφυγή· λαμβάνοντας δε, περαιτέρω, υπόψη ότι η κοινοποίηση της ένδικης καταλογιστικής πράξη έλαβε χώρα, όπως άλλωστε δεν αμφισβητείται από το ήδη αναιρεσίβλητο Δημόσιο, μετά την παρέλευση της κατ’ άρθρο 152 παρ. 4 του ν. 2960/2001 επταετούς παραγραφής από τον χρόνο της ένδικης εισαγωγής, το Δικαστήριο δέχεται την προσφυγή και ακυρώνει, για τον αυτό ως άνω λόγω περί παραγραφής, την ……/10.12.2012 πράξη του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης του Τελωνείου ……… Το Δικαστήριο δε, εκτιμώντας τις περιστάσεις, κρίνει ότι το Ελληνικό Δημόσιο πρέπει να απαλλαγεί από την δικαστική δαπάνη για την επί της προσφυγής δίκη, κατά το άρθρο 275 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, Α΄ 97).
 
Δ ι ά  τ α ύ τ α
Δέχεται την αίτηση.
 
Αναιρεί την ……./2015 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά
 
Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου.
 
Επιβάλλει σε βάρος του αναιρεσιβλήτου Ελληνικού Δημοσίου τη δικαστική δαπάνη των αναιρεσειόντων, η οποία ανέρχεται στο ποσό των εννιακοσίων είκοσι (920) ευρώ.
 
Κρατεί την υπόθεση δικάζει και δέχεται την προσφυγή.
 
Ακυρώνει την …../10.12.2012 πράξη του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης του Τελωνείου ……
 
Διατάσσει την απόδοση του καταβληθέντος για την άσκηση της προσφυγής παραβόλου.
 
Απαλλάσσει το Ελληνικό Δημόσιο από την δικαστική δαπάνη για την επί της προσφυγής δίκη, σύμφωνα με το σκεπτικό.
 
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 26 Νοεμβρίου 2020 και στις 2 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους.
 
         Ο Προεδρεύων Σύμβουλος                           Η Γραμματέας 
 
        Σπυρίδων Μαρκάτης                                   Καλλιόπη Ανδρέου     
 
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 7ης Ιουλίου 2023.
 
        Η Πρόεδρος του Α ’Τμήματος Η Γραμματέας του Β’ Τμήματος
 
Διακοπών           
 
         Μαργαρίτα Γκορτζολίδου                         Αναστασία Ζυγουρίτσα
                                                 

Φόρμα Ενδιαφέροντος

Call Now Button