Αίτηση εξυγίανσης – Διάρκεια διαπραγματεύσεων και παράταση αυτής
Ο τρόπος και ο χρόνος διαπραγματεύσεων μεταξύ οφειλέτη και πιστωτών ορίζονται περιοριστικώς εκ του νόμου. Μπορεί όμως να ζητηθεί παράταση της διάρκειας των διαπραγματεύσεων με αίτηση του οφειλέτη ή του μεσολαβητή. Η παράταση γίνεται δεκτή με πράξη του Προέδρου του Πολυμελούς Πρωτοδικείου.
Με την πρόβλεψη του άρθρου 101 παρ. 1 εδ. β Ν. 3588/2007 εισάγεται η δυνατότητα παράτασης της προθεσμίας διαπραγμάτευσης οφειλέτη και πιστωτών. Πλέον αντί διάρκειας μόνο ενός μηνός η παράταση μπορεί να είναι τέτοια που να φτάνει η συνολική διάρκεια των διαπραγματεύσεων μέχρι και δώδεκα μήνες. Η παράταση μπορεί να ζητηθεί μόνο μία φορά[1].
Ωστόσο, πρέπει να επιτρέπεται και η δεύτερη παράταση, αν δεν έχει εξαντληθεί χρονικώς το όριο παράτασης, ειδικά μετά την τελευταία τροποποίηση του άρθρου 101 Ν. 3588/2007 που επιτρέπει μέχρι 12 μήνες διάρκεια διαπραγματεύσεων.
Ως προς την διαδικασία παράτασης πρέπει να σημειωθεί και το εξής σημαντικό. Αν και η διαδικασία εξυγίανσης ανοίγει με δικαστική απόφαση που εκδίδεται από το Πολυμελές Πρωτοδικείο, και μολονότι σε αυτήν την απόφαση ορίζεται και η έναρξη της περιόδου διαπραγμάτευσης, η παράταση εκ του άρθρου 101 παρ. 1 εδ. β Ν. 3588/2007 δίδεται με πράξη του Προέδρου του εκδόντος την αρχική απόφαση δικαστηρίου. Και δεν χρειάζεται έκδοση απόφασης εκ του δικαστηρίου σε πολυμελή του σύνθεση[2]. Πρόκειται για σημαντική απόκλιση εκ των αναμενόμενων δικονομικών διαδικασιών και προσομοιάζει στις πράξεις-αποφάσεις του Εισηγητή του ΠΠρ πτώχευσης (άρθρο 60 ΠτωχΚ).
Πρακτικώς, η αποφυγή έκδοσης απόφασης με πολυμελή σύνθεση γίνεται για πρακτικούς λόγους ταχείας ρύθμισης του σχετικού ζητήματος και αποφυγής εμπλοκής των πιστωτών σε παρελκυστικές τακτικές του οφειλέτη[3]. Αποφεύγεται η ανάγκη διάσκεψης των δικαστών και στην επαρχία αποφεύγεται η ανάγκη εκδίκασης μόνο από την πολυμελή σύνθεση του πρωτοδικείου, όποτε αυτή συγκροτείται. Δικονομικώς πάντως αυτή η απόφαση-πράξη του Προέδρου του ΠΠρ αντιμετωπίζεται ως είδος μεταρρύθμισης της αρχικής απόφασης ανοίγματος της διαδικασίας εξυγίανσης. Αυτό σημειώνεται, καθώς η αρχική απόφαση πάντοτε ορίζει την διάρκεια αλλά και την έναρξη της περιόδου διαπραγματεύσεων. Δηλαδή κατά την δικαστηριακή πρακτική η απόφαση ορίζει και το χρονικό σημείο έναρξης αυτής της περιόδου[4].
Με την πράξη-απόφαση του Προέδρου του ΠΠρ παρατείνεται αυτή η περίοδος διαπραγμάτευσης και κατά αυτό μεταρρυθμίζεται-τροποποιείται η αρχική απόφαση. Ουσιαστικά η αδυναμία επίτευξης οριστικής συμφωνίας, παρά το ευδόκιμο των διαπραγματεύσεων, αποτελεί το νέο πραγματικό περιστατικό που «κομίζεται» προς κρίση από τον Δικαστή[5]. Και αυτός αξιολογώντας αυτό το νέο πραγματικό περιστατικό εκδίδει την πράξη-απόφαση περί παράτασης της διάρκειας διαπραγματεύσεων.
Η απόφαση για αποδοχή ή απόρριψη της αίτησης παράτασης δεν προσβάλλεται με ένδικα μέσα[6], αν και υποστηρίζεται και η αντίθετη άποψη[7]. Η έναρξη της παράτασης συνήθως ορίζεται από το δικαστήριο και τοποθετείται είτε στην έκδοση της απόφασης, είτε σε κάποιο άλλο περιστατικό π.χ. δημοσίευσή της στο Δελτίο Δικαστικών Δημοσιεύσεων[8]. Το ερώτημα που προκαλείται είναι πώς αντιμετωπίζεται το εξής: γίνεται η κατάθεση της αίτησης παράτασης, αλλά πριν την έκδοση απόφασης επί αυτής επέρχεται η λήξη της αρχικής προθεσμίας διαπραγματεύσεων (π.χ. 4 μηνών μετά την τελευταία τροποποίηση). Σε μια τέτοια περίπτωση η λύση δίνεται από τα άρθρα 279 και 255 ΑΚ.
Κατά την ερμηνεία του άρθρου 255 ΑΚ περί αναστολής της παραγραφής ή προθεσμίας, η νομολογία ορίζει ότι «ο νόμος αναγνωρίζει σοβαρούς λόγους εξαιτίας των οποίων η πάροδος του χρόνου δεν έχει δυσμενείς συνέπειες για το δικαιούχο. Κοινό χαρακτηριστικό γνώρισμα των λόγων αυτών είναι η αντικειμενική αδυναμία του δικαιούχου να επιδιώξει την ικανοποίηση της αξίωσής του»[9]. Συνεπώς, μετά την αίτηση παράτασης και εν αναμονή της απόφασης η διαδικασία βρίσκεται σε ένα είδος δικαιοστάσιου. Και μέχρι την έκδοση της απόφασης περί παράτασης, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει λήξει η προθεσμία διαπραγματεύσεων. Αν ωστόσο, έχει ήδη λήξει η αρχική περίοδος διαπραγματεύσεων και δεν κατατεθεί εγκαίρως η αίτηση παράτασης, τότε πρέπει να γίνει το εξής: είτε μεταρρύθμιση της αρχικής απόφασης με βάση το άρθρο 758 ΚΠολΔ με επίκληση νέου πραγματικού περιστατικού[10], είτε επιτυγχάνεται η συμφωνία με τους πιστωτές και κατατίθεται άμεσα αίτηση επικύρωσης κατά το άρθρο 106β Ν. 3588/2007.
Υπάρχει άλλη μία περίπτωση έμμεσης πλην σαφούς παράτασης πέραν της δυνατότητας του άρθρου 101 παρ. 1 Ν. 3588/2007 (κατά τα παραπάνω). Είναι η περίπτωση της αντικατάστασης του μεσολαβητή ή μη αποδοχής του διορισμού του, υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι δεν γίνεται με καταχρηστική διάθεση και κυρίως παρότρυνση από τον οφειλέτη. Αν δηλαδή ο μεσολαβητής δεν αναλάβει τα καθήκοντά του, πρέπει για τις ανάγκες της διαδικασίας εξυγίανσης, να οριστεί άλλο πρόσωπο ως μεσολαβητής. Αυτό γίνεται δικονομικώς δια του άρθρου 758 ΚΠολΔ δηλαδή με αίτηση μεταρρύθμισης της αρχικής απόφασης περί ανοίγματος της διαδικασίας και ορισμού μεσολαβητή.
Η αποποίηση του μεσολαβητή είναι το απαραίτητο κατά το άρθρο 758 ΚΠολΔ νέο πραγματικό περιστατικό που επιβάλλει την νέα δικαστική ρύθμιση (και αναπροσαρμογή του διατακτικού της απόφασης στα νέα δεδομένα).
Συνεπώς, με αίτηση μεταρρύθμισης θα αντικατασταθεί ο μεσολαβητής. Όμως η περίοδος «δράσης» του νέου μεσολαβητή μετά την νέα απόφαση, είτε είναι πολύ σύντομη λόγω παρέλευσης τμήματος της προθεσμίας μεσολάβησης του πρώτου μεσολαβητή, είτε έχει ήδη παρέλθει μέχρι τον ορισμό νέου. Για αυτό σε αυτήν την περίπτωση πρέπει η δικαστική απόφαση μεταρρύθμισης της αρχικής απόφασης και ορισμού νέου μεσολαβητή να ορίζει εκ νέου έναρξη της προθεσμίας «δράσης» του νέου μεσολαβητή[11]. Το ίδιο ισχύει και αν μεταρρυθμιστεί ή με οποιοδήποτε περιεχόμενο διορθωθεί η πρώτη απόφαση ανοίγματος της διαδικασίας[12].
Η δικηγορική μας εταιρεία έχει χειριστεί υποθέσεις τέτοιας φύσης, όμως η
απλή ανάγνωση του παρόντος δεν παρέχει πλήρη ενημέρωση, η οποία παρέχεται από τους δικηγόρους της εταιρείας μας.
[1] Βλ. έτσι
ρητώς ΠΠρΡοδ 19/2013 ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΣερ 18/2011 ΝΟΜΟΣ.
[2] Έτσι και
Πράξη ΠΠρΡεθ 6/2016 αδημ.
[3] Πρβλ.
σκεπτικό ΑΠ 2262/2014 ΝΟΜΟΣ ως προς την σκοπιμότητα της σύντομης διάρκειας διαπραγματεύσεων.
[4] Βλ.
ενδεικτικώς ΠΠρΘεσσ 11680/2012 ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΑθ 395/2011 ΝΟΜΟΣ. Βλ. έτσι και ΠΠρΡεθ
7/2015 αδημ., ΠΠρΔραμ 6/2015 αδημ., ΠΠρΡεθ 12/2012 αδημ.
[5] Για την
έννοια του νέου πραγματικού περιστατικού προς μεταρρύθμιση μίας απόφασης κατά
το άρθρο 758 ΚΠολΔ βλ. ενδεικτικώς ΑΠ 353/2012 ΝοΒ 2012 σ. 1386, ΕφΙωαν
154/1982 ΝοΒ 1982 σ. 1294, ΕφΑθ 8687/2007 ΕλΔ 2008 σ. 1096, ΕφΛαρ 726/2008
ΕπισκΕΔ 2008 σ. 1113.
[6] ΕφΘεσσ
2035/2012 ΔΕΕ 2013 σ. 477.
[7] ΕφΑθ
3006/2011 ΔΕΕ ΔΕΕ 2012 σ. 36.
[8] ΕφΘεσσ
2035/2012 ΔΕΕ 2013 σ. 477 αλλά και Πράξη ΠΠρΡεθ 6/2016 αδημ. ή και την
σχολιαζόμενη απόφαση που τοποθετούν την έναρξη στην λήξη της αρχικής
προθεσμίας.
[9] ΑΠ
1819/2012 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 304/2007 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ
430/2003 ΕΕΝ 2004 σ. 70, Βαθρακοκοίλης ΕΡΝΟΜΑΚ, άρθρο 255, αριθ. 1επ.
[10] Είναι η
πιο δύσκολη λύση και αποτελεί ένα είδος επαναφοράς στην προγενέστερη κατάσταση
λόγω ανωτέρας βίας.
[11] Έτσι
και ΠΠρΡεθ 14/2015 αδημ.
[12] Βλ.
ΠΠρΔραμ 6/2015 αδημ.