Επίκληση ιδιαιτέρου εννόμου συμφέροντος για την συνέχιση της δίκης στον ΚΔΔ/μίας, κατ’ άρ. 32 Π.Δ 18/1989

Επίκληση ιδιαιτέρου εννόμου συμφέροντος για την συνέχιση της δίκης στον ΚΔΔ/μίας, κατ’ άρ. 32 Π.Δ 18/1989

ΣτΕ 626/2022 Η αυτόματη κατάργηση της δίκης με μόνη αφορμή το τυπικό γεγονός της παύσης ισχύος της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης για το μέλλον, μολονότι αυτή ενδέχεται να καταλείπει βλαπτικές διοικητικής φύσεως συνέπειες για τον προσφεύγοντα διάδικο, θα ισοδυναμούσε με αρνησιδικία και θα συνιστούσε κατάφωρη προσβολή του θεμελιώδους δικαιώματος της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, υπό το πρίσμα τόσο του άρθρου 47 του Χάρτη όσο και των άρθρων; 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ.

Απόφαση 626/2022

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Δ’

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 15 Φεβρουάριου 2022, με την εξής σύνθεση: …………… Αντιπρόεδρος, ………………………….Πρόεδρος του Δ’ Τμήματος, …………………………Σύμβουλοι, ………………….., Πάρεδροι. ………………………..Γραμματέας η…………………., Γραμματέας του Δ’ Τμήματος.

Για να δικάσει την από 25 Μάϊου 2017 αίτηση: της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία ,……… η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Πάνο Λαζαράτο (Α.Μ. ……), που τον διόρισε με πληρεξούσιο, κατά της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας (Ρ.Α.Ε.), που εδρεύει στην Αθήνα (Πειραιώς 132), η οποία παρέστη με τη δικηγόρο Αλεξάνδρα Γουρζή (Α.Μ. ….), που την διόρισε με πληρεξούσιο.

Με την αίτηση αυτή η αναιρεσείουσα εταιρεία επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθμ. 354/2017 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Παρέδρου Ν. Μαρκόπουλου.

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο της αναιρεσείουσας εταιρείας, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και την πληρεξούσια της αναιρεσίβλητης Αρχής, η οποία ζήτησε την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά τον Νόμο

1. Επειδή, για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (κωδ. ηλεκτρονικού παράβολου: 135866161957 0724 0013/2017).

2. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση ζητείται η αναίρεση της 354/2017 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή που άσκησε η αναιρεσείουσα ανώνυμη εταιρεία, κατά της 196/2014 απόφασης της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας (ΡΑΕ) «Έγκριση του ετήσιου κόστους και των χρεώσεων χρήσης 2014 για το Ελληνικό Δίκτυο Διανομής Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΕΔΔΗΕ)» (Β* 1072/30.4.2014), κατά το μέρος που με αυτή δεν συμπεριελήφθη στο κόστος λειτουργίας του δαπάνη 2,5 εκ. ευρώ για την κάλυψη της επιβαρύνσεως της αναιρεσείουσας με τμήμα της δαπάνης μισθοδοσίας και των εργοδοτικών εισφορών του αποσπασμένου προσωπικού της στο Ταμείο Ασφάλισης Υπαλλήλων Τραπεζών και Επιχειρήσεων Κοινής Ωφέλειας (ΤΑΥΤΕΚΩ).

3. Επειδή, το άρθρο 37 της Οδηγίας 2009/72/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου «σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και για την κατάργηση της οδηγίας 2003/54/ΕΚ» (L 211), η οποία ήταν σε ισχύ τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο [πριν καταργηθεί από την Οδηγία 2019/944 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και την τροποποίηση της οδηγίας 2012/27/ΕΕ (L 158)], ορίζει τα εξής: «1. Στη ρυθμιστική αρχή ανατίθενται τα εξής καθήκοντα: α) να καθορίζει ή να εγκρίνει, σύμφωνα με διαφανή κριτήρια, τιμολόγια μεταφοράς ή διανομής ή τις μεθοδολογίες τους· […] 17. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι υπάρχουν κατάλληλοι μηχανισμοί σε εθνικό επίπεδο δυνάμει των οποίων μέρος θιγόμενο από την απόφαση ρυθμιστικής αρχής έχει δικαίωμα προσφυγής σε φορέα ανεξάρτητο από τα εμπλεκόμενα μέρη και από οιαδήποτε κυβέρνηση».

4. Επειδή, με τις διατάξεις του ν. 4001/2011 «Για τη λειτουργία Ενεργειακών Αγορών Ηλεκτρισμού και Φυσικού Αερίου, για Έρευνα, Παραγωγή και δίκτυα μεταφοράς Υδρογονανθράκων και άλλες ρυθμίσεις» (Α’ 179) μειαφέρθηκε στην εθνική έννομη τάξη η ανωτέρω Οδηγία 2009/72/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου. Με τις διατάξεις των άρθρων 122 επ. του νόμου αυτού παραχωρήθηκε σε θυγατρική εταιρεία της ΔΕΗ ΑΕ, ……………….. η διαχείριση του Ελληνικού Δικτύου Διανομής Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΕΔΔΗΕ), δηλαδή του δικτύου διανομής ηλεκτρικής ενέργειας της ΔΕΗ ΑΕ που είναι εγκατεστημένο στην Ελληνική Επικράτεια, το οποίο αποτελείται από γραμμές μέσης και χαμηλής τάσεως και εγκαταστάσεις διανομής ηλεκτρικής ενέργειας, καθώς και από γραμμές και εγκαταστάσεις υψηλής τάσεως που έχουν ενταχθεί στο δίκτυο αυτό (άρθρο 2 παρ. 3 περ. ιδ ν. 4001/2011), με σκοπό ιδίως τον αποτελεσματικό διαχωρισμό των συστημάτων μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας από τις δραστηριότητες παραγωγής και προμήθειας. Ο διαχωρισμός αυτός έγινε με απόσχιση του Κλάδου Διανομής από τη ΔΕΗ ΑΕ και την εισφορά του στη………….ορίζεται δε περαιτέρω, στο άρθρο 123 του ανωτέρω νόμου, ότι: «1. […] 3. Η ……………….υποκαθίσταται, ανεξαρτήτως του χρόνου γενέσεώς της, σε όλα εν γένει τα δικαιώματα, τις υποχρεώσεις και τις έννομες σχέσεις της ΔΕΗ ΑΕ που αφορούν τον εισφερόμενο κλάδο, περιλαμβανομένων και αυτών που αφορούν τόσο το προσωπικό που συνταξιοδοτήθηκε προ της 31.12.2011 και απασχολούνταν στη δραστηριότητα του Κλάδου Διανομής όσο και το μεταφερόμενο κατά το άρθρο 125 προσωπικό, και απολαμβάνει των φορολογικών προνομίων και ατελειών που είχαν θεσπισθεί υπέρ της ΔΕΗ ΑΕ. Η μεταβίβαση αυτή εξομοιώνεται με καθολική διαδοχή […]», ενώ, στο άρθρο 125 παρ. 2, σχετικά με τη μεταφορά του προσωπικού από τη ΔΕΗ ΑΕ στη ΔΕΔΔΗΕ ΑΕ, ορίζεται ότι: «Για τη μεταφορά του ως άνω προσωπικού και τους όρους εργασίας του εφαρμόζονται οι διατάξεις του π.δ. 178/2002 και διατηρούνται σε ισχύ τα προβλεπόμενα σχετικά με τα εργασιακά και ασφαλιστικά δικαιώματα σε νόμο, σε εφαρμοστέες Επιχειρησιακές Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας, στον Κανονισμό Κατάστασης Προσωπικού ΔΕΗ (ΚΚΠ/ΔΕΗ), στις εν γένει υφιστάμενες υπηρεσιακές ρυθμίσεις της ΔΕΗ ΑΕ και σε ατομική σύμβαση εργασίας […]». Περαιτέρω, στο άρθρο 15 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι «Η ΡΑΕ αποφασίζει, έξι (6) μήνες πριν από την έναρξη ισχύος τους, κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις των άρθρων […] 140 για την ηλεκτρική ενέργεια, σύμφωνα με διαφανή κριτήρια, τη μεθοδολογία για τον υπολογισμό των Τιμολογίων Μη Ανταγωνιστικών Δραστηριοτήτων [όπως τα τιμολόγια για τη χρέωση χρήσης του δικτύου διανομής ηλεκτρικής ενέργειας, κατ’ άρθρ. 2 παρ. 1 περ. κγ’ του ίδιου νόμου], κατά τρόπο, ώστε τα Τιμολόγια αυτά να μην εισάγουν διακρίσεις και να αντικατοπτρίζουν το κόστος των παρεχόμενων υπηρεσιών. […]», ενώ στο άρθρο 140 ότι «1. […]. 2. Η ΡΑΕ αποφασίζει, έξι (6) μήνες πριν την έναρξη ισχύος τους, μετά από γνώμη των αρμόδιων διαχειριστών […] του ΕΔΔΗΕ, σύμφωνα με διαφανή κριτήρια, τη μεθοδολογία για τον υπολογισμό των τιμολογίων σύνδεσης και χρήσης των εθνικών δικτύων και ιδίως των τιμολογίων πρόσβασης […] στο ΕΔΔΗΕ και στα Κλειστά Δίκτυα Διανομής, στα οποία περιλαμβάνονται οι χρεώσεις σύνδεσης και χρήσης σε αυτά. […] 3. Η ΡΑΕ εγκρίνει, ένα (1) μήνα πριν την έναρξη ισχύος τους, μετά από εισήγηση των αρμόδιων διαχειριστών […] του ΕΔΔΗΕ, τα τιμολόγια σύνδεσης και χρήσης των εθνικών δικτύων τα οποία και δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και αναρτώνται στην ιστοσελίδα της. 4. Κατά την έγκριση των τιμολογίων της παραγράφου 3 πέραν ενός εύλογου κέρδους, λαμβάνονται υπόψη ιδίως: (α) Οι δαπάνες για την παραγωγή ή αγορά ηλεκτρικής ενέργειας που αφορούν τη λειτουργία […] του Δικτύου Διανομής, (β) Οι δαπάνες για μισθούς, ημερομίσθια και συναφή έξοδα, (γ) Τα λοιπά λειτουργικά έξοδα, συμπεριλαμβανομένων ιδίως των φόρων και λοιπών τελών και δασμών, (δ) Η απόσβεση των επενδύσεων, (ε) Η απόδοση του επενδυμένου κεφαλαίου, λαμβανομένου υπόψη του επιχειρηματικού κινδύνου και του κόστους κεφαλαίου αντίστοιχων δραστηριοτήτων, (στ) Οι δαπάνες για τη συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις που επιβάλλονται για την παροχή υπηρεσιών κοινής ωφέλειας, (ζ) Οι δαπάνες για τις υποχρεώσεις που αναλήφθηκαν ή εγγυήσεις λειτουργίας που χορηγήθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, (η) Κριτήρια ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών μεταφοράς και διανομής ηλεκτρικής ενέργειας. 5. […]».

5. Επειδή, περαιτέρω, στο άρθρο 32 του ν. 4001/2011 ορίζεται ότι: «1. Οι πράξεις και αποφάσεις της ΡΑΕ, οι οποίες προβλέπονται από τις διατάξεις του παρόντος νόμου, πρέπει να είναι πλήρως και ειδικά αιτιολογημένες […]. Οι κανονιστικού χαρακτήρα αποφάσεις της ΡΑΕ δημοσιεύονται επιπλέον στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. 2. Κατά των ατομικών εκτελεστών πράξεων της ΡΑΕ χωρεί αίτηση αναθεώρησης εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από τη δημοσίευση ή την κοινοποίηση της απόφασης. Η προηγούμενη άσκηση της αίτησης αναθεώρησης έχει χαρακτήρα ενδικοφανούς προσφυγής και είναι αναγκαία προϋπόθεση για το παραδεκτό του ένδικου βοηθήματος του άρθρου 33 του παρόντος νόμου», ενώ στο άρθρο 33 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι: «Η απόφαση που εκδίδεται επί της αίτησης αναθεώρησης, η οποία ασκήθηκε κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 32, προσβάλλεται ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών με το ένδικο βοήθημα της αίτησης ακύρωσης, στην περίπτωση που η απόφαση αφορά τη χορήγηση ή την άρνηση χορήγησης, την τροποποίηση ή την ανάκληση διοικητικών αδειών, και της προσφυγής σε κάθε άλλη περίπτωση. Κατά της απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών επί αίτησης ακύρωσης χωρεί έφεση ενώπιον του Συμβουλίου της Επικράτειας. Κατά της απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών επί προσφυγής χωρεί αίτηση αναίρεσης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικράτειας. Εάν η απόφαση έχει κανονιστικό χαρακτήρα, αυτή προσβάλλεται με αίτηση ακύρωσης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικράτειας σε πρώτο και τελευταίο βαθμό».

6. Επειδή, στο άρθρο 142 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999 (Α’ 97), ορίζεται στην μεν παράγραφο 1 περ. α’ ότι η δίκη καταργείται αν πριν από το πέρας της τελευταίας συζήτησης εκλείψει το αντικείμενό της, στην δε παράγραφο 2 ότι η κατάργηση διαπιστώνεται με απόφαση του δικαστηρίου. Στην περίπτωση δε αυτή από καμία διάταξη του εν λόγω Κώδικα δεν προβλέπεται ρητώς δυνατότητα συνέχισης της δίκης.

7. Επειδή, εν προκειμένω, από το περιεχόμενο της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτουν τα εξής: Με την 196/2014 (Β’ 1072/30.4.2014) απόφαση της ΡΑΕ εγκρίθηκε, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 140 του ν. 4001/2011, το ετήσιο κόστος και οι χρεώσεις χρήσης 2014 για το Ελληνικό Δίκτυο Διανομής Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΕΔΔΗΕ). Με την απόφαση, όμως, αυτή δεν αναγνωρίσθηκε ως κόστος δικτύου, με το οποίο πρέπει να επιβαρυνθούν οι καταναλωτές ηλεκτρικής ενέργειας, κόστος λειτουργίας του ΕΔΔΗΕ δαπάνη 2,5 εκ. ευρώ για την κάλυψη της επιβαρύνσεως της ήδη αναίρεσε ίου σας ΔΕΔΔΗΕ Α.Ε. με τμήμα της δαπάνης μισθοδοσίας και των εργοδοτικών εισφορών του αποσπασμένου προσωπικού της στο Ταμείο Ασφάλισης Υπαλλήλων Τραπεζών και Επιχειρήσεων Κοινής Ωφέλειας (ΤΑΥΤΕΚΩ) με την αιτιολογία ότι «δεν κρίνεται εύλογο οι ανωτέρω […] δαπάνες να ανακτώνται μέσω των χρεώσεων που καταβάλλουν οι χρήστες του Ε.Δ.Δ.Η.Ε., λόγω έλλειψης ανταποδοτικότητας προς τους τελευταίους δεδομένου ότι πρόκειται για παροχές προς το προσωπικό του Διαχειριστή οι οποίες δεν σχετίζονται με κανενός είδους υπηρεσία προς τους χρήστες».

8. Επειδή, κατά της αποφάσεως αυτής η αναιρεσίβλητη άσκησε αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικράτειας, το οποίο, με την 1793/2015 απόφασή του, δημοσιευθείσα στης 12.5.2015, παρέπεμψε την αίτηση στο Διοικητικό Εφετείο Αθηνών προκειμένου να δικασθεί ως προσφυγή ουσίας, σύμφωνα με το άρθρο 33 του ν. 4001/2011. Το Διοικητικό Εφετείο έκρινε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του, καταρχάς, ότι η εν λόγω προσφυγή ασκήθηκε παραδεκτώς, μολονότι κατ’ αυτής δεν ασκήθηκε η προβλεπόμενη στο άρθρο 32 παρ. 2 του ν. 4001/2011 αίτηση αναθεωρήσεως, η οποία έχει χαρακτήρα ενδικοφανούς προσφυγής και συνιστά αναγκαία προϋπόθεση για το παραδεκτό ασκήσεως του ενδίκου βοηθήματος της προσφυγής. Και τούτο, με την αιτιολογία ότι η ΡΑΕ δεν ενημέρωσε την ΔΕΔΔΗΕ Α.Ε. για την υποχρέωση και τους όρους άσκησης της εν λόγω ενδικοφανούς προσφυγής. Στη συνέχεια το Διοικητικό Εφετείο απέρριψε την ανωτέρω προσφυγή με τις ακόλουθες κύριες αιτιολογικές σκέψεις: «Επειδή, […], ο ρόλος του ρυθμιστή στην αγορά δικτύου ηλεκτρικής ενέργειας και την αναγνώριση του κόστους ανάπτυξης και συντήρησης του δικτύου διανομής αυτής, το οποίο τελικώς επιβαρύνεται ο καταναλωτής ηλεκτρικής ενέργειας, είναι παρεμβατικός, προκειμένου να αποφεύγονται επιβαρύνσεις που δεν ανταποκρίνονται στο πραγματικό κόστος του δικτύου, ή επιβάλλονται καταχρηστικώς χωρίς να έχουν τον ανταποδοτικό χαρακτήρα έναντι των παρεχόμενων υπηρεσιών προς τους καταναλωτές, δεν είναι εύλογες και δεν εξυπηρετούν τον σκοπό για τον οποίον καταβάλλονται από τους χρήστες. Για το λόγο αυτό, η αρμόδια προς τούτο Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας, κατά τη διαδικασία έγκρισης του ετήσιου κόστους και των χρεώσεων χρήσης του Ε.Δ.Δ.Η.Ε., προβαίνει σε έλεγχο σκοπιμότητας των δαπανών αναγνωρίζοντας, μόνον, αυτές οι οποίες τελούν σε αιτιώδη συνάφεια με τη λειτουργία του δικτύου τούτου. Η αιτιώδης αυτή συνάφεια αποτελεί κοινοτικό κανόνα, ο οποίος μεταφέρθηκε στην εσωτερική έννομη τάξη με το προαναφερόμενο άρθρο 15 του ν. 4001/2011, κατά το οποίο για τον καθορισμό των τιμολογίων μη ανταγωνιστικών δραστηριοτήτων, όπως είναι και η δραστηριότητα της διαχείρισης του δικτύου διανομής ηλεκτρικής ενέργειας, η Ρ.Α.Ε. έχει την’ εξουσία όχι μόνο να καθορίζει τη μεθοδολογία των τιμολογίων με τρόπο ώστε “Η δαπάνη θα πρέπει να αντικρύσει το κόστος της παρεχόμενης υπηρεσίας”, δηλαδή θα πρέπει να συνδέεται αιτιωδώς με το έργο κοινής ωφέλειας που εξυπηρετεί ο Διαχειριστής, αλλά και να καθορίζει προσωρινά τιμολόγια ή μεθοδολογίες υπολογισμού, υπολογίζοντας και τα κατάλληλα αντισταθμιστικά μέτρα. Συνεπώς, η ένταξη μιας δαπάνης στις κατηγορίες της παραγράφου 4 του άρθρου 140, προϋποθέτει την ως άνω αιτιώδη συνάφεια, ήτοι κρίσιμο στοιχείο για την αναγνώριση των δαπανών λειτουργίας του Ε.Δ.Δ.Η.Ε. και έγκριση του κόστους τούτου, που θα πρέπει να ανακτηθεί από τους καταναλωτές, είναι αν το κόστος αυτό αποτελεί αναγκαία και εύλογη δαπάνη για την λειτουργία του Διαχειριστή και για την καλή λειτουργία του Ε.Δ.Δ.Η.Ε. και αν τελεί σε κάποια σχέση ανταπόδοσης προς τις βαρυνόμενες με αυτό κατηγορίες χρηστών. Στην προκειμένη περίπτωση, η ένδικη δαπάνη, η οποία αφορά τη διαφορά της μισθοδοσίας και των εργοδοτικών εισφορών του αποσπασμένου προσωπικού της προσφεύγουσας εταιρείας – Διαχειριστή – στο Τ.Α.Υ.Τ.Ε.Κ.Ω., μεταξύ του μισθολογίου της Δ.Ε.Η. Α.Ε. και του ενιαίου μισθολογίου του Δημοσίου, επιμεριζόμενης αναλογικά σύμφωνα με τον αριθμό του προσωπικού της εταιρείας σε σχέση με το σύνολο του προσωπικού του ομίλου Δ.Ε.Η. Α.Ε., μέρος του οποίου θα επανέρχεται σ’ αυτόν καταλαμβάνοντας κενές οργανικές θέσεις της προσφεύγουσας εταιρείας-θυγατρικής αυτής-, δεν πληροί κανένα κριτήριο από τα αναφερόμενα στην παρ. 4 του άρθρου 140 του ν.4001/2011, κατ’ εφαρμογή των οποίων η καθής Αρχή προέβη στην έγκριση του ετήσιου κόστους και των χρεώσεων χρήσης 2014 για το Ε.Δ.Δ.Η.Ε., με την προσβαλλόμενη απόφασή της, αφού αφορά παροχή προς το συγκεκριμένο προσωπικό της προσφεύγουσας εταιρείας -Διαχειριστή του δικτύου διανομής ηλεκτρικής ενέργειας-, η οποία δεν σχετίζεται με κανενός είδους υπηρεσία προς τους χρήστες, δεδομένου του ότι τούτο δεν εργάζεται στην ίδια (την προσφεύγουσα εταιρεία – Διαχειριστή-). […]».

9. Επειδή, με την κρινόμενη αναίρεση προβάλλονται, λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους υποστηρίζεται ότι το Διοικητικό Εφετείο προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία των κρίσιμων διατάξεων του ν. 4001/2011 (των διατάξεων των άρθρων 4, 15, 122, 123, 125 παρ. 2, 126- 128 και 140) που διέπουν την κρινόμενη υπόθεση, ως προς τους οποίους δεν υφίσταται νομολογία του Συμβουλίου της Επικράτειας. Πράγματι, ως προς τα κρίσιμα νομικά ζητήματα που θίγονται από τους λόγους αναιρέσεως και συνάπτονται με την επίλυση της ανακύπτουσας διαφοράς δεν υφίσταται νομολογία του Δικαστηρίου και ως εκ τούτου αυτοί ασκούνται, κατ’ αρχήν, παραδεκτώς, σύμφωνα με όσα ορίζει το άρθρο 53 παρ. 3 του π.δ. 18/1989.

10. Επειδή, όμως, το Δικαστήριο, με αφορμή γεγονός γνωστό σε αυτό, και συγκεκριμένα την ήδη εκδοθείσα 2010/2019 απόφασή του, με την οποία παραπέμφθηκε να εκδικασθεί στο Διοικητικό Εφετείο ως προσφυγή ουσίας η αίτηση ακυρώσεως που άσκησε η ΔΕΗ Α.Ε. κατά της 455/2015 (Β’ 2769/18.12.2015) αποφάσεως της ΡΑΕ σχετικά με την έγκριση του ετήσιου κόστους και των αντίστοιχων χρεώσεων χρήσης του ΕΔΔΗΕ για το έτος 2016, με έναρξη ισχύος των καθοριζόμενων τιμολογίων χρήσεως του ΕΔΔΗΕ την 1η Φεβρουάριου 2016 (βλ. άρθρα 1 και 4 της εν λόγω αποφάσεως), διαπιστώνει ότι κατά τη συζήτηση, στις 10 Νοεμβρίου 2016, της προσφυγής που άσκησε η αναιρεσίβλητη εταιρεία ενώπιον του δικάσαντος Εφετείου είχε ήδη παύσει η ισχύς της προσβληθείσας 196/2014 αποφάσεως της ΡΑΕ, με την οποία εγκρίθηκε το ετήσιο κόστος και οι αντίστοιχες χρεώσεις χρήσεως του ΕΔΔΗΕ για το έτος 2014.

11. Επειδή, συνεπώς, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην προηγούμενη σκέψη, το αντικείμενο της δίκης που άνοιξε με την προσφυγή της αναιρεσείουσας εταιρείας είχε ήδη εκλείψει κατά τη συζήτηση αυτής ενώπιον του δικάσαντος Εφετείου λόγω λήξεως της χρονικής ισχύος της προσβληθείσας 196/2014 αποφάσεως της ΡΑΕ. Το Διοικητικό Εφετείο συνεπώς, αντί να εκδικάσει κατ’ ουσίαν την εν λόγω προσφυγή όφειλε, σύμφωνα με τα ήδη κριθέντα στη νομολογία του Δικαστηρίου (ΣτΕ 3062/2012, 2/2013), κατ’ εφαρμογήν της προμνησθείσης διατάξεως του άρθρου 142 παρ. 1 περ. α’ του ΚΔΔ, να κηρύξει κατηργημένη τη δίκη επί της προσφυγής αυτής.

12. Επειδή, με τις διατάξεις του άρθρου 33 του ν. 4001/2011, οι οποίες προβλέπουν τα διάφορα ένδικα βοηθήματα και μέσα κατά των αποφάσεων της ΡΑΕ, τίθεται σε εφαρμογή η ρύθμιση του άρθρου 37 παρ. 17 της Οδηγίας 2009/72, κατά την οποία επιβάλλεται στα κράτη μέλη η υποχρέωση να εξασφαλίζουν την ύπαρξη κατάλληλων μηχανισμών δικαστικής προστασίας για την αμφισβήτηση των αποφάσεων των ρυθμιστικών αρχών στον τομέα της ενέργειας. Ελλείψει δε ειδικότερων ρυθμίσεων της οδηγίας 2009/72 και γενικώς του δικαίου της Ένωσης, εναπόκειται στην εσωτερική έννομη τάξη κάθε κράτους μέλους, δυνάμει της αρχής της δικονομικής αυτονομίας, να ορίζει τα αρμόδια δικαστήρια και να θεσπίζει τους δικονομικούς κανόνες περί άσκησης και εκδίκασης των ενδίκων βοηθημάτων που αποσκοπούν να διασφαλίσουν την προστασία των δικαιωμάτων που απονέμει στους πολίτες το δίκαιο της Ένωσης. Στους εν λόγω εθνικούς δικονομικούς κανόνες, μεταξύ άλλων, περιλαμβάνονται και οι ρυθμίσεις περί καταργήσεως δίκης σε περίπτωση έκλειψης του αντικειμένου της διαφοράς. Εντούτοις, το δίκαιο της Ένωσης απαιτεί πέρα από την τήρηση των αρχών της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας, να μη θίγει η εθνική (δικονομική) νομοθεσία το δικαίωμα σε αποτελεσματική δικαστική προστασία, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε. [βλ. ΔΕΕ C- 510/13, Ε.ΟΝ Foldgaz Trade, ECLI:EU:C:2015:189, σκ. 49-50 και C-771/18, Επιτροπή κατά Ουγγαρίας, ECLI:EU:C:2020:584, σκ. 62 (όσον αφορά ειδικώς το άρθρο 37 παρ. 17 της Οδηγίας 2009/72] ] και δεσμεύει όλα τα εθνικά όργανα κράτους μέλους (συνεπώς και τα Δικαστήρια) όταν θέτουν σε εφαρμογή το δίκαιο της Ένωσης, σύμφωνα με το άρθρο 51 παρ. 1 του Χάρτη, όπως συμβαίνει εν προκειμένω.

13. Επειδή, εν προκειμένω, ανακύπτει, το ζήτημα εάν η άσκηση της προσφυγής του άρθρου 33 του ν. 4001/2011, διεπόμενη, μεταξύ άλλων δικονομικών ρυθμίσεων, και από το άρθρο 142 παρ. 1 περ. α’ του ΚΔΔ, το οποίο κατά την γραμματική του διατύπωση προβλέπει την κατάργηση της δίκης σε κάθε περίπτωση έκλειψης του αντικειμένου της διαφοράς, χωρίς να επιτρέπει στον προσφεύγοντα διάδικο να επικαλεσθεί λόγο που επιβάλλει τη συνέχιση της δίκης, εξασφαλίζει κατάλληλο μηχανισμό δικαστικής προστασίας, συμβατό με το άρθρο 47 του Χάρτη, κατά την έννοια του άρθρου 37 παρ. 17 της Οδηγίας 2009/72.

14. Επειδή, το άρθρο 47 του Χάρτη διασφαλίζει σε επίπεδο δικαίου της Ένωσης την προστασία που παρέχει το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ (βλ. ΔΕΕ C-682/15, Berlioz Investment Fund, ECLI:EU:C:2017:373, σκ. 54 και C-199/11, Otis κΛη:., EU:C:2012:684, σκ. 46-47) και οι συναφείς συνταγματικές διατάξεις των κρατών μελών, εν προκειμένω δε το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος. Και υπό τα τρία ανωτέρω συστήματα προστασίας θεμελιωδών δικαιωμάτων (Χάρτη, ΕΣΔΑ και Συντάγματος), συνεφαρμοστέα εν προκειμένω, η αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας προϋποθέτει δικονομικό μηχανισμό, ο οποίος, μεταξύ άλλων, εγγυάται, στην πράξη και όχι θεωρητικά, τόσο το δικαίωμα ασκήσεως προσφυγής σε δικαστήριο όσο και το δικαίωμα δικαστικής επίλυσης της διαφοράς [βλ. αποφάσεις ΕΔΔΑ Paroisse Greco-Catholique Lupeni et autres, αρ. κατ. 76943/11, σκ. 86, Φρεζάδου κατά Ελλάδας, αρ. κατ. 2683/12, σκ. 43-48, Fischer κατά Τσεχίας, αρ. κατ. 24314/13, σκ. 39) από δικαστήριο που διαθέτει την δυνατότητα να εξετάσει όλα τα σχετικά πραγματικά και νομικά ζητήματα (βλ. προαναφερθείσες αποφάσεις ΔΞΕ C-199/11, Otis κ.λπ., σκ. 49, C-771/18, Επιτροπή κατά Ουγγαρίας, σκ. 59 και προαναφερθείσα απόφαση ΕΔΔΑ Fischer κατά Τσεχίας, σκ. 43). Πράγματι, «δικαστική κρίση», σημαίνει εκδίκαση στην ουσία της εισαχθείσας σε δικαστήριο διαφοράς. Η αδικαιολόγητη αποφυγή ελέγχου της ουσίας της διαφοράς και διευθέτησή της με δικαστική απόφαση ισοδυναμεί με αρνησιδικία, η οποία θίγει το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας στον πυρήνα του (βλ. ΕΔΔΑ Τρίτσης κατά Ελλάδας, αρ. κατ. 3127/08, σκ. 24, Γιαννούσης κ.λπ. κατά Ελλάδας, αρ. κατ. 2898/03, σκ.26).

15. Επειδή, βεβαίως, η αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας διασφαλίζει την δικαστική επίλυση γνήσιων διαφορών και όχι την έκδοση δικαστικής απόφασης με αμιγώς γνωμοδοτικό χαρακτήρα ή χωρίς καμία εν γένει επιρροή σε έννομες σχέσεις ή καταστάσεις (πρβλ. ΣτΕ 67/2009 Ολ., σκ. 8, 1303/2019 Ολ., σκ. 6, 1294/2020 σκ. 8, κ.ά). Στο πλαίσιο αυτό, η αυτόματη κατάργηση διοικητικής δίκης οφειλόμενη σε αναδρομική και εξ’ υπαρχής εξάλειψη του αντικειμένου της διαφοράς (όπως συμβαίνει λ.χ. στην περίπτωση ανακλήσεως ή ακυρώσεως της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης), δεν προσκρούει στην αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας [υπό την επιφύλαξη βεβαίως της περιπτώσεως αναδρομικής έκλειψης του αντικειμένου της δίκης δυνάμει διατάξεως τυπικού νόμου εκδοθέντος εκκρεμούσης της δίκης (βλ. ΣτΕ 685/2019 Ολ., σκ. 11)].

16. Επειδή, όμως, δεν συμβαίνει το ίδιο στην περίπτωσή που κατά τη συζήτηση της υποθέσεως η προσβαλλόμενη διοικητική πράξη έχει. παύσει να ισχύει για το μέλλον, μη ανατραπείσα εξυπ’ αρχής. Πράγματι έγκειται στην φύση των διοικητικών πράξεων να καταλείπουν διοικητικής φύσεως συνέπειες και μετά την τυπική παύση ισχύος τους, δυσμενείς για τους προσφεύγοντες διαδίκους. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην σκέψη 14, η αυτόματη κατάργηση της δίκης στην περίπτωση αυτή, με μόνη δηλαδή αφορμή το τυπικό γεγονός της παύσης ισχύος της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης για το μέλλον, μολονότι αυτή ενδέχεται να καταλείπει βλαπτικές διοικητικής φύσεως συνέπειες για τον προσφεύγοντα διάδικο, θα ισοδυναμούσε με αρνησιδικία και θα συνιστούσε; κατάφωρη προσβολή του θεμελιώδους δικαιώματος της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, υπό; το πρίσμα τόσο του άρθρου 47 του Χάρτη όσο και των άρθρων; 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ.

17.
 Επειδή, όμως, στο εθνικό διοικητικό δικονομικό δίκαιο ισχύει γενική αρχή, κατά την οποία στην περίπτωση που κατά τη συζήτηση της υποθέσεως έχει ήδη παύσει για οποιοδήποτε λόγο η ισχύς της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξεως για το μέλλον, η δίκη δεν καταργείται αυτομάτως, αλλά συνεχίζεται εάν ο προσφεύγων διάδικος επικαλεσθεί και αποδείξει ιδιαίτερο έννομο συμφέρον προς τούτο, δηλαδή ότι οι δυσμενείς διοικητικής φύσεως συνέπειες που δημιουργήθηκαν κατά τον χρόνο ισχύος της πράξεως διατηρούνται και μετά την παύση της ισχύος της, μη δυνάμενες να αρθούν παρά μόνο με την έκδοση δικαστικής αποφάσεως. Η ανωτέρω γενική δικονομική αρχή, η οποία εξασφαλίζει την συμβατότητα του δικονομικού θεσμού της καταργήσεως δίκης με την αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, αποτυπώνεται ήδη στην διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 32 του π.δ. 18/1989, το οποίο διέπει την δικονομία των ακυρωτικών διαφορών (βλ. ΣτΕ 665/2021 Ολ., σκ. 8 και τις εκεί παραπεμπόμενες δικαστικές αποφάσεις για την συμβατότητα του άρθρου 32 παρ. 2 του π.δ. 18/1989 με το άρθρο 20 παρ. του Συντάγματος και το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ). Υπό το δικονομικό καθεστώς δε του προϊσχύοντος του ΚΔΔ π. δ/τος 341/1978 (Α’ 71), το οποίο εφαρμοζόταν επί των εκδικαζόμενων από τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια διοικητικών διαφορών ουσίας του άρθρου 7 του ν. 702/1977 (βλ. άρθρο 1 του π.δ. 341/1978) και του ν. 1406/1983 (βλ. άρθρο 4 του ν. 1406/1983 – Α’ 182), η ανωτέρω γενική δικονομική αρχή βρισκόταν ενσωματωμένη στο άρθρο 40 παρ. 2 του εν λόγω π. δ/τος ( «[…] η δίκη καταργείται εάν μετά την άσκησιν της προσφυγής η προσβαλλομένη πράξις έπαυσεν ισχύουσα εξ οιουδήποτε λόγου, εκτός εάν ο ασκήσας ταύτην επικαλήται ιδιαίτερον έννομον συμφέρον δικαιολογούν την συνέχισιν αυτής»).

18. Επειδή, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω στις σκέψεις 14 και 16, η κατάργηση δίκης λόγω εκλείψεως του αντικειμένου της διαφοράς, στην περίπτωση παύσης της ισχύος της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξεως για το μέλλον, κατ’ εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 142 παρ. 1 περ. α’ του ΚΔΔ και με βάση μόνον την γραμματική της διατύπωση, θα συνιστούσε προσβολή του πυρήνα της αρχής της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, υπό το πρίσμα τόσο του άρθρου 47 του Χάρτη, όσο και του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος και του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ. Εν τούτοις, και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, η διάταξη του άρθρου 142 παρ. 1 α’ του ΚΔΔ ερμηνευόμενη σύμφωνα με την ανωτέρω γενική δικονομική αρχή επιτρέπει στον προσφεύγοντα διάδικο να επικαλεσθεί ιδιαίτερο έννομο συμφέρον που δικαιολογεί την συνέχιση της δίκης. Εν κατακλείδι κατάργηση της δίκης στην περίπτωση παύσης της ισχύος της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξεως για το μέλλον, κατ’ εφαρμογή διατάξεως του άρ. 142 παρ. 1 περ. α’ του ΚΔΔ, είναι δυνατή μόνον εφόσον ο προσφεύγων διάδικος είτε δεν επικαλέσθηκε ιδιαίτερο έννομο συμφέρον που να δικαιολογεί τη συνέχιση της δίκης είτε επικαλέσθηκε μεν τέτοιο ισχυρισμό, ο οποίος όμως απορρίφθηκε από το δικαστήριο.

19. Επειδή, συνεπώς, η διάταξη του άρθρου 142 παρ. 1 περ. α’ του ΚΔΔ, με βάση το ανωτέρω ερμηνευθέν περιεχόμενό της, είναι συμβατή με την αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας (όπως κατοχυρώνεται στο Χάρτη, στο Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ), η δε άσκηση της προβλεπόμενης στο άρθρο 33 του ν. 4001/2011 προσφυγής κατά αποφάσεων της ΡΑΕ μπορεί να θεωρηθεί ότι εξασφαλίζει, εξ απόψεως της δικονομικής ρυθμίσεως του θεσμού της καταργήσεως δίκης, κατάλληλο μηχανισμό δικαστικής προστασίας (συμβατό με το άρθρο 47 του Χάρτη), κατά την έννοια του άρθρου 37 παρ. 17 της Οδηγίας 2009/72.

20. Επειδή, κατόπιν των όσων εκτέθηκαν στις σκέψεις 10 και 11, συνάγεται ότι το Διοικητικό Εφετείο μη νομίμως εισήλθε στην ουσία της διαφοράς, μολονότι συνέτρεχε περίπτωση καταργήσεως δίκης, λόγω της παύσεως ισχύος της 196/2014 προσβαλλόμενης αποφάσεως της ΡΑΕ κατά τη συζήτηση της υποθέσεως. Για τον λόγο αυτό, αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενο (βλ. ΣτΕ 3062/2012, 2/2013), πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση αναιρέσεως και να αναιρεθεί η 354/2017 απόφαση της ΡΑΕ, παρέλκει δε η έρευνα των προβαλλόμενων λόγων αναιρέσεως. Περαιτέρω, ενόψει του ότι, ως έγινε δεκτό ανωτέρω, η διάταξη του άρθρου 142 παρ. 1 περ. α’ του ΚΔΔ επιτρέπει στον προσφεύγοντα διάδικο να επικαλεσθεί ιδιαίτερο έννομο συμφέρον που δικαιολογεί την συνέχιση της δίκης, αλλά και του γεγονότος ότι δεν υφίστατο σχετική νομολογία κατά τη συζήτηση της προσφυγής της αναιρεσείουσας, το Δικαστήριο κρίνει ότι η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί στο δικάσαν Διοικητικό Εφετείο, προκειμένου να εξετασθεί αν συντρέχει περίπτωση συνέχισης της δίκης, εφόσον η προσφεύγουσα ΔΕΔΔΗΕ ΑΕ επικαλεσθεί και αποδείξει ιδιαίτερο έννομο συμφέρον προς τούτο. Σε καταφατική δε περίπτωση, το Διοικητικό Εφετείο θα πρέπει να εξετάσει εξαρχής τη συνδρομή των υπολοίπων όρων παραδεκτού ασκήσεως της προσφυγής του άρθρου 33 του ν. 4001/2011, πριν εισέλθει στην ουσία της διαφοράς.

21.
 Επειδή, το Δικαστήριο, εκτιμώντας τις περιστάσεις απαλλάσσει την αναιρεσίβλητη ΡΑΕ από την καταβολή δικαστικής δαπάνης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 39 παρ. 1 εδ. β’ του π.δ. 18/1989 (Α’ 8).
Δ ιά τα ύ τα

Δέχεται την αίτηση.
Αναιρεί την 354/2017 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Διατάσσει την επιστροφή του καταβληθέντος παράβολου.
Παραπέμπει την υπόθεση στο Διοικητικό Εφετείο Αθηνών για νέα νόμιμη κρίση, κατά τα εκτεθέντα στο σκεπτικό.
Απαλλάσσει την αναιρεσίβλητη ΡΑΕ από την καταβολή δικαστικής δαπάνης.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 23 Φεβρουάριου 2022
Η Πρόεδρος του Δ’ ΤμήματοςΗ Γραμματέας του Δ’ Τμήματος
……………………… και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 22ας Μαρτίου 2022.
Η Πρόεδρος του Δ’ Τμήματος Η Γραμματέας

 Παράβαλε όμοια 625/2022 σε NOMOS

Η δικηγορική μας εταιρεία έχει χειριστεί υποθέσεις τέτοιας φύσης, όμως η
απλή ανάγνωση του παρόντος δεν παρέχει πλήρη ενημέρωση, η οποία παρέχεται από τους δικηγόρους της εταιρείας μας.

Επικοινωνήστε μαζί μας

x

    Φόρμα Ενδιαφέροντος

    Call Now Button