Η νομολογία του Αρείου Πάγου και πλέον και ο νόμος, επιτρέπουν στον εμπορικό διανομέα να ζητήσει την αποζημίωση πελατείας που δικαιούται ο εμπορικός αντιπρόσωπος σε περίπτωση λύσης/καταγγελίας της σχέσης του με τον προμηθευτή του.
Ο Άρειος Πάγος έχει ορίσει ως προϋποθέσεις της αναλογικής εφαρμογής τα ακόλουθα:
α) ο διανομέας ενεργεί ως τμήμα της εμπορικής οργάνωσης του αντισυμβαλλομένου του, έχοντας την ίδια ασθενή θέση και έντονη εξάρτηση από τον παραγωγό, αλλά και τον αυτό βαθμό ένταξης στο δίκτυο διανομής, με τον τύπο του εμπορικού αντιπροσώπου
β) αυτός συμβάλλει στην επέκταση της πελατείας του αντισυμβαλλομένου του, επιτελών σε σημαντική έκταση καθήκοντα συγκρίσιμα με εκείνα του εμπορικού αντιπροσώπου, συνδεόμενος με το δίκτυο πωλήσεων του παραγωγού ή χονδρεμπόρου όπως ο αντιπρόσωπος,
γ) αναλαμβάνει την υποχρέωση να μην ανταγωνίζεται τον αντισυμβαλλόμενό του,
δ) το πελατολόγιο του κατά τη σύμβαση είναι σε γνώση του αντισυμβαλλομένου του και μάλιστα, μετά τη λύση της σύμβασης διανομής, περιέρχονται οι πελάτες του στον τελευταίο και
ε) γενικώς η οικονομική δράση του διανομέως και τα οικονομικά του οφέλη (ανεξάρτητα από τον τυπικό νομικό χαρακτηρισμό τους) είναι όμοια με εκείνα του αντιπροσώπου.
Στοιχείο βασικό σύμφωνα με τη νομολογία για την αποδοχή της αναλογικής εφαρμογής των διατάξεων του Π.Δ. 219/1991 έχουν αναδειχθεί τα ακόλουθα: η υποχρέωση μη ανταγωνισμού, η υποχρέωση του διανομέα να προωθεί διαρκώς και αποκλειστικά τα προϊόντα της επιχείρησης στη συμβατική περιοχή, η υποχρέωση διατήρησης αποθεμάτων, η υποχρέωση του διανομέα να διαφημίζει τα συμβατικά προϊόντα, η υποχρέωση ενημέρωσης του αντιπροσωπευόμενου ως προς την αγορά, η υποχρέωση ανακοίνωσης των πελατών του διανομέα στον αντιπροσωπευόμενο, η υποχρέωση πωλήσεων ορισμένου ελάχιστου ύψους, η υποχρέωση του διανομέα να οργανώνει με δική του ευθύνη και δαπάνες υπηρεσίες εγγύησης και ανταλλακτικών κλπ.
Για συμβάσεις εμπορικής αντιπροσωπείας ή συμβάσεις διανομής σημειώνεται με έμφαση από τη νομολογία πως στην περίπτωση αδικαιολόγητης, άκαιρης ή κατά κατάχρηση δικαιώματος ανάκλησης της εντολής, που ισοδυναμεί με καταγγελία της συμβάσεως σύμφωνα με τα άρθρα 724 και 725 ΑΚ, δικαιούται ο αποδέκτης της καταγγελίας να αξιώσει την θετική και αποθετική ζημία την οποία υπέστη, δηλαδή την καταβολή πλήρους διαφέροντος την οποία και οφείλει να αποδείξει. Εξάλλου, εφόσον ο εντολέας προβεί στην καταγγελία χωρίς την συνδρομή σπουδαίου λόγου και η εντολή αφορά και το συμφέρον του εντολοδόχου όπως στην περίπτωση της σύμβασης διανομής, τότε ο εντολοδόχος δικαιούται αποζημιώσεως για την θετική και αποθετική ζημία κατ` ανάλογη της διατάξεως του άρθρου 725 παρ. 2 ΑΚ πλέον όλων των δαπανών που έκανε ο εντολοδόχος για την κανονική εκτέλεση της εντολής κατ` άρθρον 722 ΑΚ.
Ως προς το άκαιρο και καταχρηστικό μιας καταγγελίας η νομολογία τονίζει, από τις αναλογικά εφαρμοζόμενες διατάξεις ΠΔ 219/1991, πως «όταν η σύμβαση διανομής είναι αορίστου χρόνου, καθένας από τους συμβαλλόμενους μπορεί να την καταγγείλει, με τήρηση ορισμένης προθεσμίας. Η προθεσμία καταγγελίας είναι ένας μήνας για το πρώτο έτος της συμβάσεως, δύο μήνες από την αρχή του δευτέρου έτους, τρεις μήνες από την αρχή του τρίτου έτους, τέσσερις μήνες από την αρχή του τετάρτου έτους, πέντε μήνες από την αρχή του πέμπτου έτους και έξι μήνες από την αρχή του έκτου και τα επόμενα έτη. Δεν είναι δυνατόν να ορισθούν μικρότερες προθεσμίες, με συμφωνία των μερών» (παρ. 4 του άρθρου 8 ΠΔ 219/1991 που αναλογικά εφαρμόζεται και στη σύμβαση διανομής).
Η δικηγορική μας εταιρεία έχει χειριστεί υποθέσεις τέτοιας φύσης, όμως η
απλή ανάγνωση του παρόντος δεν παρέχει πλήρη ενημέρωση, η οποία παρέχεται από τους δικηγόρους της εταιρείας μας.