Η απονομή της δικαιοσύνης και το Ύψιστο Λειτούργημα των Δικαστικών μας Λειτουργών αφορούν και στις δύσκολες υποθέσεις. Συνεπώς, δεν είναι συνεπές με την ορθή απονομή της δικαιοσύνης η τυπολατρική απόρριψη αγωγών ή άλλων ένδικων βοηθημάτων από τα δικαστήρια. Από το άρθρο 106 ΚΠολΔ και την αρχή της διαθέσεως στην αρνητική της μορφή προκύπτει η απαγόρευση αρνησιδικίας (ΕφΔωδ 195/2020 ΝΟΜΟΣ).
Η απαγόρευση της αρνησιδικίας απορρέει και από αρχή του κράτους δικαίου, αλλά και τις διατάξεις των άρθρων 26 § 3 και 87 § 1 του Συντάγματος (Καλαβρός, Τα όρια του αναιρετικού έλεγχου, 2015, σ. 194 υποσημ 1). Αλλά και το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ προβλέπει το δικαίωμά δικαστικής προστασίας, καθώς ορίζει ότι
«Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή δικαίως, δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας υπό ανεξαρτήτου και αμερολήπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος, το οποίον θα αποφασίση είτε επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του αστικής φύσεως, είτε επί του βασίμου
πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως».
Ομοίως το άρθρο 20 του Συντάγματος ορίζει ότι «Καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σε αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή συμφέροντά του, όπως νόμος ορίζει».
Ο αείμνηστος και διαπρεπής νομικός Αρεοπαγίτης Ματθίας, από το μακρινό 1994 είχε διατυπώσει την άποψη ότι «οι χρόνιες μορφές συγκεκαλυμμένης αρνησιδικίας, φέρνουν πολλούς σε απόγνωση και τους εξωθούν στην αναζήτηση υποκατάστατων μορφών αποτελεσματικής προστασίας …οι ποινικές όσο και οι πολιτικές διαδικασίες χαρακτηρίζονται, ιδίως τα τελευταία χρόνια, από πρακτικές που αποτελούν μεθοδευμένη αρνησιδικία» (Ματθίας, Αρνησιδικία, ΕλλΔνη 7/1994 σ. 1482).
Κατά τον ΑΠ 365/2017 και το άρθρο 6 παρ. 2 Ν 693/1977 «ο δικαστής δεν μπορεί να αρνηθεί την απόδοση δικαίου υπό το πρόσχημα της σιωπής, της ασάφειας ή της ανεπάρκειας του νόμου σε σχέση με την κρινόμενη περίπτωση, δηλαδή ότι ελλείπει διάταξη η οποία ρυθμίζει την περίπτωση, αλλ’ έχει υπηρεσιακό καθήκον να διερευνήσει την υπό κρίση περίπτωση, να ελέγξει εάν
δύναται να καλύψει το κενό με ανάλογη εφαρμογή και να απαντήσει αιτιολογημένα επ’ αυτού».
Για να μην υπάρξει αρνησιδικία, η διασταλτική ή η συσταλτική ερμηνεία, αποτελούν ερμηνείες, τις οποίες είναι υποχρεωμένος να μετέλθει ο δικαστής της ουσίας, προκειμένου να ανεύρει το αληθές νόημα του νόμου, ο
οποίος πρέπει να εφαρμοσθεί στη συγκεκριμένη περίπτωση (Καλαβρός, Τα όρια του αναιρετικού ελέγχου, 2015, σ. 235).
Συνεπώς, με βάση τα παραπάνω, τα ελληνικά δικαστήρια πρέπει να εισέρχονται στην ουσία των υποθέσεων χωρίς πρόθεση τυπολατρικής απονομής δικαιοσύνης με εύκολη απόρριψη ενδίκων βοηθημάτων επί τη βάσει απαραδέκτων λόγων.