Σημαντικές οι αλλαγές στο άρθρο 99 περί της διάσωσης των επιχειρήσεων.
Η διαδικασία εξυγίανσης των επιχειρήσεων έχει εισαχθεί από το 2007 και έχει ήδη υποστεί αρκετές τροποποιήσεις, πότε προς την κατεύθυνση της αυστηροποίησης της διαδικασίας και των προϋποθέσεων προστασίας και πότε προς την κατεύθυνση της διευκόλυνσης υπαγωγής των επιχειρήσεων στις διατάξεις αυτές. Ο Ν. 4336/2015 προκαλεί διευκόλυνση των ενδιαφερομένων να υπαχθούν στη διαδικασία αυτή, καθώς επέφερε κάποιες αλλαγές στα άρθρα 99επ. Ν. 3588/2007, οι οποίες
α) μειώνουν το κόστος της υπαγωγής στην διαδικασία,
β) αυξάνουν την διάρκεια των διαπραγματεύσεων,
γ) αυξάνουν την διάρκεια προστασίας της επιχείρησης από αναγκαστικές εκτελέσεις και
δ) επιτρέπουν πιο εύκολα την δικαστική επικύρωση της συμφωνίας εξυγίανσης.
Πιο συγκεκριμένα:
Πλέον επιτρέπεται να υπαχθεί στην διαδικασία και επιχείρηση που δεν βρίσκεται σε αδυναμία πληρωμών ή πιθανή μελλοντική αδυναμία πληρωμών αλλά σε προγενέστερο στάδιο δηλαδή μόνο σε κατάσταση «πιθανής αφερεγγυότητάς».
Επίσης, επιτρέπεται νέα υπαγωγή στην διαδικασία μετά από τριετία (αντί πενταετίας), αν υπήρχε ήδη προηγούμενη υπαγωγή σε διαδικασία εξυγίανσης.
Είναι πολύ σημαντικό, ότι η επιχείρηση απαλλάσσεται από την καταβολή του παραβόλου των 2.000 έως 7.000 ευρώ που απαιτείτο για την κατάθεση της αίτησης εξυγίανσης και αποτελούσε την αμοιβή του μεσολαβητή. Το κόστος της αμοιβής του μεσολαβητή που ορίζει το δικαστήριο αποτελεί πλέον αντικείμενο διαπραγμάτευσης της επιχείρησης με αυτόν.
Αν το δικαστήριο δεχθεί την αίτηση της επιχείρησης, εκδίδει απόφαση υπαγωγής της επιχείρησης στην διαδικασία εξυγίανσης. Η δικαστική απόφαση που εκδίδεται πλέον επιτρέπει την διαπραγμάτευση της επιχείρησης με τους πιστωτές της για διάρκεια χρόνου που φτάνει μέχρι τους δώδεκα μήνες και με ελάχιστο δικαστικώς οριζόμενο χρόνο τους τέσσερις μήνες. Αντιθέτως, πριν την τροποποίηση για την διαπραγμάτευση των μερών ίσχυε μέγιστη διάρκεια μόνο τριών μηνών.
Καθόλη αυτήν την χρονική διάρκεια, αναστέλλεται η παραγραφή των αξιώσεων των πιστωτών, προκειμένου να μην χρειάζεται να επιδίδουν διαταγές πληρωμής ή να ασκούν αγωγές κατά της επιχείρησης. Βεβαίως, καθόλη την παραπάνω χρονική διάρκεια, η επιχείρηση δεν μπορεί να μεταβιβάζει περιουσιακά στοιχεία της, παρά μόνο να διενεργεί την συνήθη συναλλακτική της δραστηριότητα.
Για όσο διάστημα διαρκούν οι διαπραγματεύσεις, το δικαστήριο διατάσσει ως προστασία την αναστολή των διωκτικών μέτρων (κατασχέσεις, πλειστηριασμοί) κατά της περιουσίας της επιχείρησης, των συνοφειλετών της και των εγγυητών της. Η παραπάνω αναστολή χορηγείται σε κάθε περίπτωση, όταν πιστωτές, που εκπροσωπούν ποσοστό τουλάχιστον 30% του συνόλου των χρεών της επιχείρησης δηλώνουν ότι (θα) συμμετέχουν στις διαπραγματεύσεις για την επίτευξη συμφωνίας εξυγίανσης.
Επομένως, και η μειοψηφία των πιστωτών αρκεί για να παρασχεθεί η προστασία αυτή. Εναλλακτικώς, το δικαστήριο διατάσσει την παραπάνω προστασία, αν θεωρεί πιθανή την επίτευξη συμφωνίας εξυγίανσης και την αποτροπή πτώχευσης της επιχείρησης. Συνεπώς, ακόμα και σε περίπτωση απροθυμίας των πιστωτών, το δικαστήριο παρέχει προστασία στην επιχείρηση.
Ως προς το περιεχόμενο της συμφωνίας εξυγίανσης, ο νομοθέτης δεν επέφερε μεταβολές. Δηλαδή η επιχείρηση και οι πιστωτές της μπορεί να συμφωνήσουν την μείωση των χρεών (κατά κεφάλαιο, τόκους ή και έξοδα) καθώς και την επιμήκυνση της αποπληρωμής. Μπορούν επίσης να συμφωνήσουν και άλλους τρόπους εξυγίανσης (μετοχοποίηση χρεών κλπ.). Επίσης, εξακολουθούν οι πιστωτές με το μεγαλύτερο μερίδιο απαιτήσεων (60%) να δικαιούνται να συμφωνήσουν την εξυγίανση της επιχείρησης, ακόμα και αν αβάσιμα διαφωνούν οι λοιποί πιστωτές.
Ωστόσο, υπάρχουν σημαντικές αλλαγές στην δικαστική επικύρωση της συμφωνίας αυτής. Πλέον δεν απαιτείται η σε κάθε περίπτωση βιωσιμότητα της επιχείρησης, αν η παραπάνω πλειοψηφία των πιστωτών συμφωνεί στην εξυγίανση της επιχείρησης. Δηλαδή ο δικαστής δεν έχει πλέον λόγο να επέμβει και να αρνηθεί την επικύρωση της συμφωνίας αυτής με το επιχείρημα, ότι είναι «υπεραισιόδοξη» η συμφωνία ή ότι η επιχείρηση δεν έχει ελπίδες ανάκαμψης.
Η ελευθερία αυτοδιάθεσης πιστωτών και οφειλέτη επιβάλλει στον δικαστή την δικαστική επικύρωση της συμφωνίας τους για την εξυγίανση της επιχείρησης. Προς διασφάλιση όμως των συμφερόντων των πιθανώς διαφωνούντων πιστωτών, για την παραπάνω ρύθμιση, ο νομοθέτης επιβάλλει την έγγραφη ενημέρωσή τους για το περιεχόμενο της συμφωνίας, ακόμα και με δικαστικό επιμελητή.
Ιάκωβος Βενιέρης
Επίκ. Καθηγητής Νομικής Αθηνών
Δικηγόρος Παρ’ Αρείω Πάγω
Η δικηγορική μας εταιρεία έχει χειριστεί υποθέσεις τέτοιας φύσης, όμως η
απλή ανάγνωση του παρόντος δεν παρέχει πλήρη ενημέρωση, η οποία παρέχεται από τους δικηγόρους της εταιρείας μας.