Σε αρκετές περιπτώσεις κάποιος θίγεται ή δεσμεύεται από κάποια δικαστική απόφαση που εκδόθηκε από κάποιο δικαστήριο χωρίς αυτός να έχει ενημερωθεί για να παρέμβει και να ανατρέψει την κατάσταση που δημιουργήθηκε τελικώς εκ της απόφασης που εκδόθηκε εν αγνοία του και χωρίς τη δική του συμμετοχή. Αν γνώριζε ότι γινόταν η συγκεκριμένη δίκη, θα είχε συμμετάσχει και θα είχε εκθέσει τα νομικά επιχειρήματά του μέσω του δικηγόρου του. Όμως τώρα έχει εκδοθεί η απόφαση και η μόνη νομική λύση για αυτόν είναι η τριτανακοπή κατά της απόφασης που εκδόθηκε και προσβάλλει τα δικαιώματά του.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 583, 586, 590, 739, 748 παρ. 3 και 773 ΚΠολΔ προκύπτει ότι κατά των αποφάσεων που εκδίδονται κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας μπορεί να ασκήσει τριτανακοπή κάθε τρίτος, εφόσον έχει έννομο συμφέρον. Ως τρίτος νοείται όποιος δεν απέκτησε την ιδιότητα του διαδίκου κατά την έννοια της εκούσιας δικαιοδοσίας, δηλαδή δεν είναι αιτών στη σχετική δίκη ή δεν άσκησε παρέμβαση ή δεν κλητεύθηκε με διαταγή του δικαστή (κατά την κατάθεση της αίτησης) ή δεν προσεπικλήθηκε με διαταγή του δικάζοντος δικαστηρίου να λάβει μέρος σ` αυτή (ΕφΛαρ 252/2012, ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 8164/2004, ΔΕΕ 2005/304, ΝΙΚΑΣ, Πολιτική Δικονομία, Εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2007, σ. 580 επ., ΚΕΡΑΜΕΥΣ/ΚΟΝΔΥΛΗΣ/ΝΙΚΑΣ, Ερμηνεία ΚΠοΔ, Εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2000, σ. 1088 επ.).
Από τις διατάξεις των άρθρων 739, 741, 748 παρ. 3, 763 παρ. 1 και 773 παρ. 1 ΚΠολΔ σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων 583 και 586 παρ. 1 του ιδίου Κώδικα, που κατά το παραπάνω άρθρο 741 εφαρμόζονται και επί υποθέσεων εκούσιας δικαιοδοσίας, συνάγεται ότι τρίτος, που δεν κλητεύθηκε μετά από διαταγή του Δικαστηρίου ή δεν προσεπικλήθηκε ή δεν άσκησε παρέμβαση κατά την εκδίκαση της σχετικής υποθέσεως, είναι μεν υποχρεωμένος να δεχθεί την δια της εκδοθείσας οριστικής αποφάσεως βεβαίωση του γεγονότος ως αληθινή ή τη διάπλαση της εννόμου σχέσεως που έγινε με αυτήν, πλην όμως, εφ` όσον έχει έννομο συμφέρον, δικαιούται να ασκήσει κατά της πιο πάνω αποφάσεως τριτανακοπή και να ζητήσει την ακύρωση της τριτανακοπτομένης αποφάσεως, επικαλούμενος ότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για την έκδοση της αποφάσεως ή ότι, εάν οι απόψεις του ετίθεντο ενώπιον του εκδόσαντος την τριτανακοπτόμενη απόφαση Δικαστηρίου, το τελευταίο θα έκρινε διαφορετικά, στα πλαίσια της διακριτικής του ευχέρειας (Βλ. Κονδύλης, “Το δεδικασμένο”, έκδ. 1983 σελ. 48-49, Μπέης, Πολιτική Δικονομία, Εκούσια δικαιοδοσία σελ. 402, ΑΠ 1345/2010, ΕφΑθ 171/2017, ΕφΔυτΜακ 49/2014, ΕφΠατρ. 95/2002, ΕφΘεσ. 1750/1992, ΠρΠειρ. 1189/2018, ΠΠρΘεσ 3167/2011 ΕφΑδ 2011.217 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 128/1991 ΝοΒ 40,866, ΕλλΔνη 33,819, ΕφΑθ 5847/1998 ΕλλΔνη 40,1376, ΕφΑθ 10601/1995 Δ 1996,912, ΕφΑθ 14721/1987 Δ 1989,306). Η ως άνω τριτανακοπή έχει ως αντικείμενο την αναγνώριση της προσβαλλόμενης απόφασης ως ανενεργού έναντι αυτού.
Για την άσκηση τριτανακοπής κατ’ αποφάσεως της εκούσιας δικαιοδοσίας αρκεί η υπό τον τριτανακόπτοντα επίκληση υφισταμένης βλάβης ή κινδύνου των συμφερόντων του από την προσβαλλομένη απόφαση, χωρίς να απαιτείται η από αυτόν επίκληση δόλου ή συμπαιγνίας των αρχικών διαδίκων (Λ Κονδύλης, ό.π., σελ. 49, Mπέης, ό.π., σελ. 405-406, ΕφΑΘ 9468/1992 ΕλλΔνη 36,210, ΕφΑΘ 12420/1990 ΕλλΔνη 33,876, ΕφΑΘ 5847/1998 ΕλλΔνη 40,1376, ΕφΑΘ 10601/1995 Δ 1996,912). Αυτό ισχύει, αφού οι αποφάσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας δεν παράγουν δεδικασμένο κατά την έννοια του άρθρου 321 ΚΠολΔ (Κονδύλης, ό.π., σελ. 47-48, ΑΠ 797/1979 ΝοΒ 28,71, ΑΠ 26/1987 ΕλλΔνη 29,119, ΕφΑΘ 5847/1998, ΕφΑΘ 12420/1990 ό.π.) ούτως ώστε να τύχει εφαρμογής η ρύθμιση της παρ. 2 του άρθρου 586 ΚΠολΔ, αλλά η κατά τα ανωτέρω δέσμευση του τριτανακόπτοντος είναι απόρροια της διαπλαστικής ενέργειας της πιο πάνω αποφάσεως (ΕφΑΘ 5847/1998 ό.π.).
Έννομο συμφέρον έχει ο τριτανακόπτων όταν εκ της αποφάσεως ή της εκτελέσεως αυτής προκύπτει άμεσος, έμμεσος ή και ενδεχόμενος ακόμη κίνδυνος πραγματικής βλάβης των συμφερόντων του, ανεξαρτήτως του εάν η εκ τοιαύτης προσβολής των συμφερόντων του τριτανακόπτοντος ανάγκη παροχής έννομης προστασίας είναι ενεστώσα ή θα ανακύψει στο μέλλον (ΑΠ 128/1991 ΝοΒ 40,866, ΕλλΔνη 39,819, ΕφΑΘ 5847/1998 ΕλλΔνη 40,1376, Εφθεσ 2093/1989 ΕλλΔνη 32,1268). Αυτό ισχύει ανεξάρτητα αν η βλάβη πηγάζει από το διατακτικό ή το αιτιολογικό αυτής (ΑΠ 933/2008, ΕφΑΘ 2961/2007 δημ. στη ΝΟΜΟΣ).
Τα παραπάνω αναφέρονται ως προς τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, όμως οι γενικές παραπάνω διατάξεις ισχύουν και για τις άλλες διαδικασίες που τηρούνται ενώπιον πολιτικών δικαστηρίων.
Η δικηγορική μας εταιρεία έχει χειριστεί υποθέσεις τέτοιας φύσης, όμως η
απλή ανάγνωση του παρόντος δεν παρέχει πλήρη ενημέρωση, η οποία παρέχεται από τους δικηγόρους της εταιρείας μας.