ΔΕΦΑΘ 1254/2024 Πενταετής αποσβεστική προθεσμία για την επιβολή εκ μέρους Δήμου της εισφοράς σε χρήμα.

ΔΕΦΑΘ 1254/2024 Πενταετής αποσβεστική προθεσμία για την επιβολή εκ μέρους Δήμου της εισφοράς σε χρήμα.

Η αρχή της ασφάλειας του δικαίου, η οποία απορρέει από την αρχή του κράτους δικαίου και ειδικότερη εκδήλωση της οποίας αποτελεί η αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του διοικουμένου  επιβάλλει, επιβάλει για την επιβολή επιβαρύνσεων, υπό την μορφή φόρων, τελών και εισφορών, να προβλέπεται προθεσμία, μετά την πάροδο της οποίας να μην είναι πλέον δυνατή η επιβολή σε βάρος του διοικούμενου της σχετικής οικονομικής επιβάρυνσης. Η προθεσμία δε αυτή πρέπει να ορίζεται εκ των προτέρων και να μην εξαρτάται από ενέργειες δημοσίας αρχής, να έχει δε εύλογη διάρκεια, δηλαδή να συνάδει προς την αρχή της αναλογικότητας και η διάρκεια αυτή να είναι επαρκώς προβλέψιμη από τον διοικούμενο. Ως εκ τούτου εξαιτίας του ότι η επιβολή εισφοράς σε χρήμα θεωρείται φορολογικό βάρος για τον εκάστοτε δημότη, πρέπει να γίνει ότι το δικαίωμα του Δήμου για την επιβολή της εν λόγω εισφοράς υπόκειται στην πενταετή αποσβεστική προθεσμία που προβλέπεται στην διάταξη του άρ. 2 παρ. 1 του α.ν. 344/1968, η οποία αρχίζει από το έτος στον οποίο ανάγεται η κύρωση της πράξης εφαρμογής.

Αριθμός απόφασης : 1254/2024

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

(ΤΜΗΜΑ 3ο ΤΡΙΜΕΛΕΣ)

Αποτελούμενο από τους: Ζαφειρία Γιαλελή, Πρόεδρο Εφετών Δ.Δ., Άγγελο Σατλάνη, Εισηγητή, Αθηνά Κουνινιώτη, Εφέτες Δ.Δ., και γραμματέα την Αγγελική Κακουροπούλου, δικαστική υπάλληλο, συνεδρίασε στην αίθουσα του ακροατηρίου του στις 5 Φεβρουαρίου 2024 για να δικάσει την από 16.10.2022 προσφυγή (αριθμός καταχώρησης ΠΡ1511/16.12.2022), του …………………., κατοίκου Εκάλης Αττικής (οδός …………………), ο οποίος παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου του Διαμάντως Αλεξανδροπούλου, σύμφωνα με έγγραφη δήλωση, που κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στη 2.2.2024, κατ’ άρθρο 133 παρ.2 του ΚΔΔ,

κατά του Δήμου Αιγάλεω, που εκπροσωπείται από το Δήμαρχο του και παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας δικηγόρου ……………, σύμφωνα με έγγραφη δήλωση, που κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 2.2.2024, κατ’ άρθρο 133 παρ.2 του ΚΔΔ.

Το Δικαστήριο, μετά την συνεδρίαση, συνήλθε σε διάσκεψη και, αφού μελέτησε τη δικογραφία, σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο.

Η κρίση του είναι η εξής:

  1. Επειδή, με την κρινόμενη προσφυγή, για την άσκηση της οποίας καταβλήθηκε, κατ’ άρθρο 277 παρ.2 του ΚΔΔ, το νόμιμο αναλογικό παράβολο ποσού 1.822,76 € (βλ. σχετικά τα με κωδικό πληρωμής 646594081954 0729 0024 και 552042540953 0614 0091 e-παράβολα της ΓΓΠΣ), ζητείται, παραδεκτώς, η ακύρωση της με αριθμό 2/2022 εγγραφής του προσφεύγοντος στους βεβαιωτικούς καταλόγους του καθ’ου Δήμου, για οφειλή του ίδιου εκ ποσού 182.266,80 €, την οποία κλήθηκε να καταβάλει με την 46956/4.10.2022 ειδική ειδοποίηση. Η οφειλή αυτή αφορά σε εισφορά σε χρήμα για ακίνητο ιδιοκτησίας του, κατ΄ άρθρο 9 του ν.1337/1983, η οποία επιβλήθηκε σε βάρος του με την 22061/15.6.2015 πράξη του Δημάρχου του καθ’ου Δήμου, σε αντικατάσταση της αρχικώς εκδοθείσας 491/5.5.2011 όμοιας πράξεως.
  2. Επειδή, στο άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 1337/1983 (Α΄ 33) ορίζεται ότι: «Επιτρέπεται, σύμφωνα με τις διατάξεις αυτού του νόμου: α) Η επέκταση εγκεκριμένων σχεδίων πόλεων, καθώς και οικισμών που υπάρχουν πριν από το έτος 1923, β) η ένταξη σε πολεοδομικό σχέδιο και η επέκταση οικισμών μεταγενέστερων του 1923 που στερούνται εγκεκριμένου σχεδίου, γ) …». Επίσης στο άρθρο 9 του ίδιου νόμου, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, προβλέπεται ότι: «1. Οι ιδιοκτήτες των ακινήτων που περιλαμβάνονται σε περιοχές ένταξης και επέκτασης κατά το άρθρο 1 του νόμου αυτού και διατηρούνται ή διαμορφώνονται σε νέα ακίνητα, συμμετέχουν με καταβολή χρηματικής εισφοράς στην αντιμετώπιση της δαπάνης για την κατασκευή των βασικών κοινόχρηστων πολεοδομικών έργων … 3. … Η εισφορά αυτή εισπράττεται, σύμφωνα με τις διατάξεις περί εισπράξεως δημόσιων εσόδων, ως έσοδο του οικείου δήμου ή κοινότητας και αποδίδεται σ’ αυτούς κατά μήνα. Το ποσό της εισφοράς αυτής διατίθεται από τους οικείους Ο.Τ.Α. για την εκτέλεση των βασικών κοινοχρήστων πολεοδομικών έργων είτε από τον ίδιο είτε από εξουσιοδοτημένο από αυτόν φορέα, καθώς και για την εκπόνηση πολεοδομικών μελετών και μελετών πράξεων εφαρμογής. Κάθε διάθεση της εισφοράς αυτής για άλλο σκοπό είναι άκυρη …». Όπως έχει κριθεί (ΣτΕ 1612-13/2020), υποθέσεις, όπως η κρινόμενη, που αφορούν ειδικά στη νομιμότητα της επιβολής της τακτικής εισφοράς σε χρήμα του άρθρου 9 του ν. 1337/1983 από τον Δήμο σε βάρος των ιδιοκτητών ακινήτων εκτός σχεδίου, τα οποία εντάσσονται σε πολεοδομικό σχέδιο, καθώς και της σχετικής εγγραφής στον βεβαιωτικό (χρηματικό) κατάλογο του Δήμου, είναι διαφορές με φορολογικό χαρακτήρα. Και τούτο διότι η εισφορά αυτή, η οποία εισπράττεται ως δημοτικό έσοδο, επιβάλλεται μονομερώς και υποχρεωτικώς στα ως άνω πρόσωπα όχι μόνο για την αντιμετώπιση της δαπάνης κατασκευής των βασικών κοινόχρηστων πολεοδομικών έργων που απαιτείται να γίνουν στην περιοχή που εντάσσεται στο σχέδιο πόλεως αλλά και για την εκπόνηση και άλλων πολεοδομικών μελετών και μελετών πράξεων εφαρμογής (πρβλ. ΣτΕ 1681, 718/2015, 3832/2014 επταμ., 657/2004, 3832/2014 επταμ., 3287/1995).
  3. Επειδή, εξάλλου, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 9 του ν. 1337/1983, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, «Η εισφορά σε χρήμα υπολογίζεται με βάση το εμβαδόν της ιδιοκτησίας, όπως αυτή διαμορφώνεται με την πράξη εφαρμογής και την τιμή ζώνης του οικοπέδου κατά το χρόνο κύρωσης της πράξης εφαρμογής. Ως τιμή ζώνης του οικοπέδου για την εφαρμογή του προηγούμενου εδαφίου νοείται: α) … β) … Για ιδιοκτησίες που στην πράξη εφαρμογής οι ιδιοκτήτες αναγράφονται με ελλιπή στοιχεία ή με την ένδειξη «άγνωστος» ώστε να καθίσταται αδύνατη η βεβαίωση και είσπραξη του ποσού της εισφοράς του άρθρου αυτού, για τον υπολογισμό της εισφοράς, λαμβάνεται υπόψη η οικοπεδική αξία κατά το χρόνο κύρωσης της διορθωτικής πράξης του οικείου νομάρχη. Η εισφορά αυτή βεβαιώνεται από την αρμόδια πολεοδομική υπηρεσία στο αρμόδιο Δημόσιο Ταμείο (Γραφείο Παρακαταθηκών) που εξυπηρετεί τον δήμο ή την κοινότητα, ενώ για τους δήμους που έχουν δική τους ταμειακή υπηρεσία, η παραπάνω εισφορά βεβαιώνεται απευθείας στην υπηρεσία αυτή, μετά την κύρωση της πράξης εφαρμογής. …». Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 1 του π.δ. 5/1986 (Α 2), όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, «1. Μετά την κύρωση της πράξης εφαρμογής, σύμφωνα με την παρ. 7 του άρθρου 12 του ν. 1337/1983, επιτροπή προβαίνει στον προσδιορισμό της αξίας των ακινήτων, που περιλαμβάνονται στην πράξη εφαρμογής … 3. Η Επιτροπή … καταρτίζει … έκθεση στην οποία περιγράφεται η κατάσταση των ακινήτων και των συστατικών τους, καθώς και οι τυχόν ιδιαίτερες συνθήκες αυτών και εκτιμάται αιτιολογημένα η αξία τους, η οποία αναγράφεται στις αντίστοιχες στήλες του πίνακα της πράξης εφαρμογής …. Ως χρόνος για τον προσδιορισμό της αξίας του ακινήτου λαμβάνεται ο χρόνος κύρωσης της πράξης εφαρμογής …», ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 2 του ίδιου ως άνω π.δ., «1. Μετά την επιστροφή των στοιχείων προσδιορισμού της αξίας των ακινήτων στην αρμόδια πολεοδομική υπηρεσία, αυτή εκδίδει πράξεις επιβολής της εισφοράς σε χρήμα, για κάθε κύριο ακινήτου που εμπίπτει στην περιοχή ένταξης ή επέκτασης, όπως φαίνεται στον πίνακα της πράξης εφαρμογής. 2 … 6. Αν ο κύριος του ακινήτου είναι άγνωστος η σχετική πράξη επιβολής εισφοράς και τα στοιχεία που τη συνοδεύουν κοινοποιούνται στον οικείο Δήμο ή Κοινότητα, για τη διενέργεια περαιτέρω έρευνας εξακρίβωσης τούτου. Όταν εξακριβωθεί ο κύριος του ακινήτου εκδίδεται νέα πράξη επιβολής εισφοράς». Εξάλλου, στην παρ. 3 του άρθρου 21 του ν. 2508/1997 (Α 124) ορίζεται ότι η εισφορά σε χρήμα μπορεί να βεβαιώνεται απευθείας από τα αρμόδια όργανα του οικείου Ο.Τ.Α. αντί της πολεοδομικής υπηρεσίας. Τέλος, στην παρ. 1 του άρθρου 2 του α.ν. 344/1968 (Α 71), όπως το δεύτερο εδάφιο αυτής αντικαταστάθηκε με το άρθρο 61 παρ. 2 του ν. 1416/1984 (Α 18), ορίζεται ότι: «Η βεβαίωσις φόρων, τελών, δικαιωμάτων, εισφορών … ενεργείται υπό των δήμων και κοινοτήτων εντός αποσβεστικής προθεσμίας πέντε ετών από της λήξεως του οικονομικού έτους, εις ο ανάγονται. Κατ’ εξαίρεση είναι δυνατή η βεβαίωση μετά την πάροδο της παραπάνω προθεσμίας αν: α) είναι άγνωστος ο υπόχρεος, β) έχει ακυρωθεί μετά την πάροδο της πενταετίας η φορολογική εγγραφή για το λόγο ότι ο υπόχρεος δεν έλαβε γνώση της εγγραφής, γ) η βεβαίωση έγινε σε πρόσωπο που δεν έχει μερική ή ολική φορολογική υποχρέωση και δ) η βεβαίωση έγινε για οικονομικό έτος διάφορο από αυτό που αφορά η φορολογική υποχρέωση».
  4. Επειδή, η αρχή της ασφάλειας του δικαίου, η οποία απορρέει από την αρχή του κράτους δικαίου και ιδίως από τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 25 παρ. 1 εδ. α΄ του Συντάγματος [πρβλ. ΑΕΔ 14/2013, ΣτΕ 2034/2011 Ολομ., 4731/2014, 640/2015 κ.ά.· βλ. και το ν. 4048/2012 «Ρυθμιστική Διακυβέρνηση: Αρχές, Διαδικασίες και Μέσα Καλής Νομοθέτησης», Α 34, στο άρθρο 2 παρ. 1 του οποίου προβλέπεται ότι μεταξύ των αρχών καλής νομοθέτησης περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, η ασφάλεια δικαίου (περ. η)] και ειδικότερη εκδήλωση της οποίας αποτελεί η αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του διοικουμένου (πρβλ. ΑΕΔ 11/2003, ΣτΕ 2034/2011 Ολ., 3777/2008 4731/2014, 640/2015 κ.ά.), επιβάλλει, ιδίως, τη σαφήνεια και την προβλέψιμη εφαρμογή των εκάστοτε θεσπιζομένων κανονιστικών ρυθμίσεων (πρβλ. ΣτΕ 2811/2012 επταμ., 144, 1976/2015) και πρέπει να τηρείται με ιδιαίτερη αυστηρότητα, όταν πρόκειται για διατάξεις που μπορούν να έχουν σοβαρές οικονομικές επιπτώσεις στους ενδιαφερόμενους, όπως είναι οι διατάξεις που προβλέπουν την επιβολή επιβαρύνσεων υπό την μορφή φόρων, τελών, εισφορών και των συναφών προστίμων (πρβλ. ΣτΕ 144, 1976/2015, 1623/2016). Συνακόλουθα, για την επιβολή επιβαρύνσεων, υπό την μορφή φόρων, τελών και εισφορών, απαιτείται να προβλέπεται προθεσμία, μετά την πάροδο της οποίας να μην είναι πλέον δυνατή η επιβολή σε βάρος του διοικούμενου της σχετικής οικονομικής επιβάρυνσης. Η προθεσμία δε αυτή, η οποία, προκειμένου να εκπληρώνει τη συνιστάμενη στη διασφάλιση της αρχής ασφάλειας δικαίου που εξυπηρετεί σκοπούς δημοσίου συμφέροντος, λειτουργία της, πρέπει να ορίζεται εκ των προτέρων και να μην εξαρτάται από ενέργειες δημοσίας αρχής, να έχει δε εύλογη διάρκεια, δηλαδή να συνάδει προς την αρχή της αναλογικότητας και η διάρκεια αυτή να είναι επαρκώς προβλέψιμη από τον διοικούμενο. Αυτά δε προς τον σκοπό α) να μην αφήνονται οι διοικούμενοι έκθετοι αφενός μεν σε μακρά περίοδο ανασφάλειας δικαίου – που αποτελεί παράγοντα αποτρεπτικό για τον προγραμματισμό και την ανάπτυξη οικονομικών δραστηριοτήτων, με ιδιαίτερα δυσμενείς επιπτώσεις για την ανάπτυξη και, γενικότερα, την εθνική οικονομία, ιδιαιτέρως μάλιστα σε περιόδους οικονομικής κρίσης, σε βλάβη του δημοσίου συμφέροντος- και αφετέρου στον κίνδυνο να μην είναι πλέον σε θέση, μετά την παρέλευση μακρού χρόνου από το γεγονός που γεννά τη σχετική οικονομική υποχρέωση, να αντιμετωπίσουν τις προκύπτουσες οικονομικές υποχρεώσεις, είτε οι ίδιοι είτε, πολύ περισσότερο, οι αναλαβόντες, κατά νόμο, συνεπεία κληρονομικής ή οιονεί καθολικής διαδοχής (πιθανής σε περίπτωση που ο χρόνος για την απόσβεση της υποχρέωσης είναι μεγάλος ή αβέβαιος), τις υποχρεώσεις τους από φόρους, τέλη και εισφορές και β) να μην αφήνεται το Δημόσιο, ο Ο.Τ.Α. ή άλλο νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου έκθετο στον κίνδυνο αδυναμίας είσπραξης τυχόν βεβαιουμένων, μετά την πάροδο μακρού χρόνου από την γένεση των σχετικών υποχρεώσεων, ποσών φόρων, τελών και εισφορών, λόγω της ενδεχομένως εν τω μεταξύ επελθούσας επιδείνωσης της οικονομικής κατάστασης των διοικουμένων (πρβλ. ΣτΕ 1623/2016 7μ, 1976/2015), δεδομένου, άλλωστε, ότι μόνο με την είσπραξη των φόρων, τελών και εισφορών επιτυγχάνεται ο επιδιωκόμενος με την πρόβλεψή τους σκοπός, δηλαδή η κάλυψη των δαπανών που απαιτούνται για την επίτευξη των επιδιωκομένων δημοσίων σκοπών (βλ. ΣτΕ 1612,1613/2020, πρβλ. ΣτΕ 1738/2017 Ολομ.).
  5. Επειδή, ενόψει των ανωτέρω σε συνδυασμό και με όσα έγιναν δεκτά στη δεύτερη σκέψη ως προς τον εν γένει φορολογικό χαρακτήρα της εισφοράς σε χρήμα του άρθρου 9 του ν. 1337/1983, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το δικαίωμα του οικείου Δήμου να επιβάλει την εισφορά αυτή σε βάρος των ιδιοκτητών ακινήτων εκτός σχεδίου, που εντάσσονται στο σχέδιο πόλεως, υπόκειται στην πενταετή αποσβεστική προθεσμία που προβλέπεται στην προπαρατεθείσα διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 2 του α.ν. 344/1968. Και τούτο διότι, δεν είναι επιτρεπτή, βάσει των συνταγματικών αρχών που αναφέρθηκαν στην προηγούμενη σκέψη, η νομοθετική θέσπιση μιας οικονομικής υποχρέωσης του διοικούμενου προς τον Δήμο χωρίς παράλληλα να υπάρχει εκ των προτέρων ορισμένη, βέβαιη και εύλογη προθεσμία, εντός της οποίας να μπορεί να επιβληθεί εις βάρος του η σχετική οικονομική επιβάρυνση. Δεδομένου δε, ότι σύμφωνα με τις προεκτεθείσες διατάξεις του ν. 1337/1983 και του π.δ. 5/1986, ως χρόνος για τον προσδιορισμό της αξίας των ακινήτων, προκειμένου να εκδοθεί η προβλεπόμενη πράξη επιβολής εισφοράς σε χρήμα, λαμβάνεται ο χρόνος κύρωσης της πράξης εφαρμογής, στον χρόνο αυτόν ανάγεται, κατά λογική αναγκαιότητα, και η έναρξη της προθεσμίας για την επιβολή της εισφοράς. Συνεπώς, η πενταετής αποσβεστική προθεσμία της παρ. 1 του άρθρου 2 του α.ν. 344/1968 για την έκδοση της πράξης επιβολής της εισφοράς αυτής και, περαιτέρω, για την εν ευρεία εννοία βεβαίωσή της από τον αρμόδιο Ο.Τ.Α., η διάρκεια της οποίας είναι εύλογη, αρχίζει από το τέλος του έτους κατά το οποίο κυρώθηκε η πράξη εφαρμογής, εκτός αν ο αρμόδιος για την έκδοση και βεβαίωση της εισφοράς Ο.Τ.Α. επικαλεστεί και αποδείξει ότι συντρέχουν οι εξαιρετικές περιπτώσεις του εδαφίου β΄ της παρ. 1 του άρθρου 2 του α.ν. 344/1968, εξαιτίας των οποίων δεν ήταν εφικτή η έκδοση πράξης επιβολής της εισφοράς και η εν ευρεία εννοία βεβαίωσή της εντός της ως άνω προθεσμίας (βλ. ΣτΕ 1612-13/2020, πρβλ. ΣτΕ 3286/1995). Αντίθετη εκδοχή, σύμφωνα με την οποία η έναρξη της πενταετούς προθεσμίας για την επιβολή της εισφοράς εξαρτάται από την έναρξη των εργασιών για την υλοποίηση της πράξης εφαρμογής, δηλαδή από μη σαφώς προβλέψιμο εκ των προτέρων χρονικό σημείο, θα είχε ως συνέπεια η κατάσταση του διοικουμένου να τίθεται επ’ αόριστον εν αμφιβόλω, γεγονός που, ενόψει των εκτεθέντων στην προηγούμενη σκέψη, είναι αντίθετο στις συνταγματικές αρχές της ασφάλειας δικαίου, του κράτους δικαίου και της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του διοικουμένου.
  6. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα: Με το π.δ/μα της 11/14.02.1991 (ΦΕΚ Δ΄ 74) εγκρίθηκε η πολεοδομική μελέτη (Π.Μ.) των Δήμων Αθηναίων, Αγίου Ιωάννη Ρέντη, Αιγάλεω, Περιστερίου και Ταύρου (περιοχή Ελαιώνα), η οποία, ακολούθως, αναθεωρήθηκε με το π.δ/μα της 20/9/30.11.1995 (ΦΕΚ Δ΄ 1049). Στη συνέχεια, αναφορικά με το Ο.Τ. 807Α της Πολεοδομικής Ενότητας Ελαιώνα του καθού Δήμου, όπου, μεταξύ άλλων, βρίσκεται και ιδιοκτησία του προσφεύγοντος (Κ.Α.Κ…………..), συντάχθηκε η με αρ. 6/2002 Μεμονωμένη Πράξη Εφαρμογής (Μ.Π.Ε.) της Διεύθυνσης Πολεοδομίας της Νομαρχίας Αθηνών (δυτικός τομέας). Κατά της πράξεως αυτής ο προσφεύγων άσκησε ένσταση αναφορικά με την ύπαρξη και άλλης ιδιοκτησίας στο ίδιο ΟΤ και, αφού αυτή έγινε δεκτή, με την …………19.3.2002 απόφαση του Νομάρχη Αθηνών κυρώθηκε διορθωμένη η 6/2002 Μ.Π.Ε. και μεταγράφηκε στις 2.8.2002 στα οικεία βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Αιγάλεω (τόμος 596 αρ. 44). Ακολούθως, η εξωχώρια εταιρία με την επωνυμία “………………….», με την ……………..2008 αίτησή της προς τον καθ’ου Δήμο, λόγω της εν τω μεταξύ μεταβολής του ιδιοκτησιακού καθεστώτος της στο ανωτέρω Ο.Τ. ………… εξαιτίας αγοράς ενός ακόμη ακινήτου ευρισκόμενου σε αυτό, ζήτησε τη σύνταξη διορθωτικής πράξης (ανασύνταξη) της Μ.Π.Ε. στο εν λόγω Ο.Τ. Εν συνεχεία, κατόπιν σχετικής γνωμοδότησης του Δημοτικού Συμβουλίου, ακολούθησε η με αρ. ……………2009 πρόταση του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Πολεοδομίας (δυτικός τομέας) της Νομαρχίας Αθηνών για μερική ανάκληση βάσει της παρ. 1 του άρθρου 11 του ν. 3212/2003 και διόρθωση της με αρ. 6/2002 Μ.Π.Ε., καθώς η εν λόγω Μ.Π.Ε., παρά την κύρωσή της από το έτος 2002, έπρεπε να διορθωθεί, διότι ήταν ελλιπής και περιείχε λάθη και παραλείψεις που την καθιστούσαν ανεφάρμοστη. Ειδικότερα, σχετικά με την ιδιοκτησία του προσφεύγοντος (Κ.Α.Κ………….), αναφέρεται ότι ενώ η αρχική πράξη την εμφάνιζε με αρχικό εμβαδόν ………….. τ.μ., με την ανάκληση και ανασύνταξη της πράξης η εν λόγω ιδιοκτησία εμφανίζεται με αρχική ιδιοκτησία ……………. τ.μ., περαιτέρω δε στο αρχικό εμβαδόν της ιδιοκτησίας δεν είχε υπολογιστεί η απαλλοτρίωση για την διαπλάτυνση της Λ. Κηφισού που για τη συγκεκριμένη ιδιοκτησία ήταν …………. τ.μ., με αποτέλεσμα στην «ανασυνταχθείσα» πράξη της 6/2002 το οφειλόμενο εμβαδόν ως εισφορά σε χρήμα που αντιστοιχεί σε τελική ιδιοκτησία εμβαδού ………… τ.μ. να ανέρχεται σε ………… τ.μ. αντί των …………. τ.μ. που εσφαλμένα υπολογίστηκε στην αρχική πράξη. Περαιτέρω, και μετά την κοινοποίηση του κτηματολογικού διαγράμματος και του οικείου πίνακα που συνόδευαν την προαναφερθείσα πρόταση για μερική ανάκληση και διόρθωση της με αρ. 6/2002 Μ.Π.Ε., ο προσφεύγων άσκησε την ………..2010 ένσταση, η οποία, με τη …………..2010 απόφαση του Νομάρχη Αθηνών, που μεταγράφηκε την …………2010 στα οικεία βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Αιγάλεω (τόμος ….. αριθμός …………), απορρίφθηκε, ενώ ανακλήθηκε και ανασυντάχθηκε η ΜΠΕ 6/2002 στο …………. ΟΤ που επεκτείνεται και σε τμήμα του ΟΤ ………….. Ενόψει τούτων, ο Δήμος Αιγάλεω, βάσει της ανωτέρω …………. 2010 αποφάσεως, με την από ……….2011 Πράξη Επιβολής Εισφοράς σε χρήμα προσδιόρισε την οφειλή του προσφεύγοντος για το ανωτέρω ακίνητο στο ποσό των 227.833,50 € (12 δόσεις των 18.986,13 € εκάστη) και ακολούθησε στις 30.8.2011 η εγγραφή της εν λόγω οφειλής του στον 1/24/2011 χρηματικό κατάλογο του καθού Δήμου (βεβαίωση εν ευρεία εννοία). Το ποσό αυτό, εν συνεχεία, βεβαιώθηκε ταμειακά (εν στενή εννοία) με την ……….2011 ταμειακή βεβαίωση του Προϊσταμένου της ταμειακής υπηρεσίας του καθ’ού Δήμου και κλήθηκε ο προσφεύγων να το καταβάλει με την …………2011 ατομική ειδοποίηση του ίδιου ως άνω Προϊσταμένου. Κατά της ως άνω πράξεως ταμειακής βεβαιώσεως ο προσφεύγων άσκησε την από 23.11.2011 ανακοπή, ζητώντας την ακύρωσή της. Ακολούθως, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του ν.4315/2014 (άρθρο 2 παρ.4), εκδόθηκε από τον καθ’ου Δήμο και σε αντικατάσταση της από 5.5.2011 πράξεως η …………2015 νέα πράξη επιβολής εισφοράς σε χρήμα, με την οποία, βάσει της ίδιας ως άνω ………….2010 αποφάσεως κύρωσης της 6/2002 ΜΠΕ, προσδιορίσθηκε η οφειλή του προσφεύγοντος για το ίδιο ακίνητο στο ποσό των 182.266,80 €. Παρά ταύτα και ενώ εκκρεμούσε η από 23.11.2011 ανακοπή, ο καθ’ου Δήμος απέστειλε στον προσφεύγοντα την από 16.3.2018 ειδική ατομική ειδοποίηση, με την οποία τον καλούσε να καταβάλει το συνολικό ποσό των 334.230,79 €, το οποίο αντιστοιχούσε στο ποσό των 227.833,50 € της εισφοράς σε χρήμα και στο ποσό των 101.240,35 € ως πρόσθετη επιβάρυνση, σύμφωνα με την σχετικώς διενεργηθείσα 491/25.10.2011 ανωτέρω ταμειακή βεβαίωση. Κατά της πράξεως αυτής, ο προσφεύγων άσκησε την από 18.6.2018 ανακοπή ζητώντας την ακύρωσή της αλλά και την ακύρωση, εκ νέου, της ίδιας ταμειακής βεβαιώσεως. Εν συνεχεία, με την 1169/2019 απόφαση του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών έγινε δεκτή η από 23.11.2011 ανακοπή του προσφεύγοντος και ακυρώθηκε η ………….2011 ταμειακή βεβαίωση για την οφειλή του ποσού της εισφοράς των 227.833,50 €, ενώ έφεση του καθ’ου Δήμου κατ’ αυτής απορρίφθηκε για τυπικό λόγο με την 4325/2019 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. Ενόψει όλων αυτών, και ενώ εκκρεμούσε πλέον η από 18.6.2018 ανακοπή κατά της αυτής πράξεως ταμειακής βεβαιώσεως, ο προσφεύγων με την …………. 2021 αίτησή του προς τον διάδικο Δήμο ζήτησε τη διαγραφή του χρέους των 227.833,50 €, αίτημα το οποίο και έγινε δεκτό με την …………. 2022 πράξη του καθ’ου και κατόπιν παραιτήσεως του προσφεύγοντος από την από 18.6.2018 ανακοπή, για την οποία και καταργήθηκε η δίκη με την 382/2022 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Μετά ταύτα, με την ……../2022 εγγραφή στο βεβαιωτικό κατάλογο του καθ’ου Δήμου ενεγράφη ο προσφεύγων για την οφειλή των 182.266,80 €, που αφορά στην εισφορά σε χρήμα για το προαναφερθέν ακίνητο, βάσει της …………….2015 πράξεως επιβολής εισφοράς σε χρήμα, για την οποία και απεστάλη στον προσφεύγοντα το …………………2022 απόσπασμα βεβαιωτικού καταλόγου.
  7. Επειδή, ήδη, με την κρινόμενη προσφυγή, όπως αυτή αναπτύσσεται με το υπόμνημα που παραδεκτώς κατατέθηκε, ο προσφεύγων ζητά την ακύρωση της ανωτέρω …………./2022 εγγραφής του στο βεβαιωτικό κατάλογο του καθ’ου Δήμου, για την οφειλή των 182.266,80 € από την επιβολή της επίδικης εισφοράς σε χρήμα, ισχυριζόμενος, μεταξύ άλλων, ότι μη νομίμως αυτή (εγγραφή) διενεργήθηκε, καθόσον το σχετικό δικαίωμα του καθ’ου είχε αποσβεσθεί. Ειδικότερα, ισχυρίζεται ότι από την κύρωση της ΜΠΕ και έως την επιβολή της εισφοράς και την εν ευρεία εννοία βεβαίωση αυτής, που διενεργήθηκε με την προσβαλλόμενη εγγραφή, έχει παρέλθει η προβλεπόμενη στο άρθρο 2 του α.ν. 344/1968 σχετική πενταετής αποσβεστική προθεσμία. Τούτο διότι, κατά τον αυτό ισχυρισμό, η κύρωση της ανακληθείσας και ανασυνταχθείσας με αριθμό 6/2002 ΜΠΕ για το ΟΤ ……….. έλαβε χώρα κατά το έτος 2010 με την ………. 2010 νομαρχιακή απόφαση και η ένδικη εισφορά επιβλήθηκε το έτος 2015, με την 22061/15.6.2015 νέα πράξη επιβολής εισφοράς σε χρήμα, ενώ η εν ευρεία εννοία βεβαίωση αυτής έλαβε χώρα το έτος 2022, με την προσβαλλόμενη εγγραφή, ήτοι 12 έτη μετά την προαναφερθείσα κύρωση. Εξάλλου, ο καθ’ου η προσφυγή Δήμος, με την έκθεση των απόψεών του και το παραδεκτώς κατατεθέν υπόμνημα, αναφορικά με τον ανωτέρω προβαλλόμενο από τον προσφεύγοντα λόγο ακυρώσεως, ισχυρίζεται ότι το δικαίωμά του προς επιβολή της ένδικης εισφοράς σε χρήμα για το προαναφερθέν ακίνητο δεν έχει αποσβεσθεί, σε κάθε δε περίπτωση η σχετική προθεσμία είχε ανασταλεί ενόψει της δικαστικής αμφισβήτησης που είχε ανακύψει με την άσκηση ανακοπών εκ μέρους του προσφεύγοντος και μέχρι την έκδοση των σχετικών δικαστικών αποφάσεων επ’ αυτών.
  8. Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη α) ότι σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά σε προηγούμενες σκέψεις (2η και 5η), από την επιβολή της εισφοράς σε χρήμα του άρθρου 9 του ν. 1337/1983 αναφύεται φορολογική διαφορά, το δικαίωμα δε του οικείου Δήμου να επιβάλλει την εισφορά αυτή εις βάρος των ιδιοκτητών ακινήτων εκτός σχεδίου, τα οποία εντάσσονται στο σχέδιο πόλης, υπόκειται στην πενταετή αποσβεστική προθεσμία της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του α.ν. 344/1968, η οποία αρχίζει από το τέλος του έτους κατά το οποίο κυρώθηκε η αρχική ή η διορθωτική πράξη κατά περίπτωση, της πράξης εφαρμογής, β) ότι εν προκειμένω, η εν λόγω προθεσμία, η οποία ξεκίνησε στις 31.12.2010, ήτοι από το τέλος του έτους εντός του οποίου ανακλήθηκε και ανασυντάχθηκε η 6/2002 ΜΠΕ με την 8378/16.6.2010 απόφαση του Νομάρχη, βάσει της οποίας άλλωστε προσδιορίσθηκε η ένδικη οφειλή του προσφεύγοντος για εισφορά σε χρήμα για το ακίνητό του στο ΟΤ ………. του καθ’ου Δήμου, συμπληρώθηκε στις 31.12.2015, χωρίς να συντρέχει λόγος αναστολής της προθεσμίας αυτής εξαιτίας της άσκησης των από 23.11.2011 και 18.6.2018 ανακοπών που άσκησε ο προσφεύγων, δεδομένου με την κρινόμενη προσφυγή αμφισβητείται το πρώτον η εν ευρεία εννοία βεβαίωση της σχετικής οφειλής του προσφεύγοντος, ενώ, αντιθέτως οι ως άνω ανακοπές στρέφονταν κατά πράξεων ταμειακής βεβαίωσης, κρίνει ότι η έκδοση του προσβαλλόμενου χρηματικού καταλόγου το οικονομικό έτος 2022, ήτοι μετά την εκπνοή της πενταετούς αποσβεστικής προθεσμίας, καθιστά τη σχετική εγγραφή νομικώς πλημμελή και ακυρωτέα, κατ’ αποδοχή του σχετικού ισχυρισμού του προσφεύγοντος και απορριπτομένων ως αβασίμων των αντίθετων ισχυρισμών του καθ’ ου Δήμου, ο οποίος αν και έφερε το σχετικό βάρος, δεν απέδειξε ότι τυχόν συνέτρεχαν οι εξαιρετικοί λόγοι του δεύτερου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 2 του αν.ν. 244/1968 και ότι συνεπώς δεν ήταν εφικτή η κατά τα άνω εν ευρεία έννοια βεβαίωση του σχετικού ποσού επ’ ονόματι του προσφεύγοντος έως την λήξη της ως άνω αποσβεστικής προθεσμίας στις 31.12.2015.
  9. Επειδή, κατ’ ακολουθία και δεδομένου ότι παρίσταται αλυσιτελής η εξέταση των λοιπών λόγων της προσφυγής, πρέπει να γίνει δεκτή αυτή και να ακυρωθεί η 2/2022 εγγραφή του προσφεύγοντος στον χρηματικό κατάλογο του οικονομικού έτους 2022 του Τμήματος Εσόδων της Διεύθυνσης Οικονομικών Υπηρεσιών του Δήμου Αιγάλεω για το συνολικό ποσό των 182.266,80 € και να επιστραφεί στον προσφεύγοντα το παράβολο που καταβλήθηκε (άρθρο 277 παρ. 9 του Κ.Δ.Δ.). Εξάλλου, εκτιμωμένων των περιστάσεων δεν επιδικάζονται σε βάρος του καθ’ου τα δικαστικά έξοδα του προσφεύγοντος (άρθρο 275 παρ. 1 του Κ.Δ.Δ.).

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

Δέχεται την προσφυγή.

Ακυρώνει την με αριθμό 2/2022 εγγραφή του προσφεύγοντος στο χρηματικό κατάλογο του οικονομικού έτους 2022 του Τμήματος Εσόδων της Διεύθυνσης Οικονομικών Υπηρεσιών του Δήμου Αιγάλεω για το συνολικό ποσό των 182.266,80 €.

Διατάσσει την επιστροφή στον προσφεύγοντα του καταβληθέντος παραβόλου.

Απαλλάσσει τον καθ’ου Δήμο της δικαστικής δαπάνης του προσφεύγοντος.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 8-4-2024, όπου και δημοσιεύθηκε η απόφαση σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου στις 25-4-2024.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ

ΖΑΦΕΡΙΑ ΓΙΑΛΕΛΗ 

Ο ΕΙΣΗΓΗΤΗΣ

ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΑΤΛΑΝΗΣ

Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΚΑΚΟΥΡΟΠΟΥΛΟΥ

Φόρμα Ενδιαφέροντος

Call Now Button