Ένας εργαζόμενος μπορεί να έχει προσληφθεί σε βιομηχανική ή βιοτεχνική επιχείρηση για να δημιουργήσει ένα τεχνικό επίτευγμα που μπορεί να αποτελεί και εφεύρεση. Όμως μπορεί να εργάζεται σε αυτήν την επιχείρηση και να έχει άλλο αντικείμενο εργασίας αλλά τελικά να καταλήξει σε κάποιο τεχνικό αποτέλεσμα (εφεύρεση) που δεν είχε ανατεθεί σε αυτόν να το κάνει και όμως το κατάφερε. Επίσης πιθανό είναι να καταλήξει σε κάποιο εφευρετικό αποτέλεσμα αν και η πραγματική του εργασία δεν έχει καμία απολύτως σχέση με την ανακάλυψή του. Όλες οι περιπτώσεις ρυθμίζονται από το νομοθέτη έτσι ώστε να επέρχεται ικανοποιητική προστασία στον εργαζόμενο αναλόγως του τι ανακάλυψε και πώς είχε συμφωνηθεί η αρχική του εργασιακή σχέση.
Παραθέτουμε τις κρίσεις δικαστικής απόφασης από υπόθεση που χειρίστηκε το γραφείο μας.
Το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας παρέχει στον κάτοχό του το αποκλειστικό δικαίωμα να εκμεταλλεύεται παραγωγικά την εφεύρεση και αντίστοιχα να απαγορεύει σε κάθε άλλον να εκμεταλλεύεται παραγωγικά την εν λόγω εφεύρεση, χωρίς τη συναίνεσή του. Σε περίπτωση προσβολής του δικαιώματος ευρεσιτεχνίας, ο κάτοχος αυτού δικαιούται να απαιτήσει την άρση της προσβολής και την παράλειψή της στο μέλλον, ενώ σε περίπτωση υπαίτιας (από δόλο ή αμέλεια) προσβολής αυτού, δικαιούται να απαιτήσει από τον προσβολέα αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση για την ηθική του βλάβη κατ’ άρθρο 932 ΑΚ. Η αποζημίωση αφορά επιλεκτικά ή την αποκατάσταση της περιουσιακής του ζημίας (θετικής ή αποθετικής), που πράγματι υπέστη κατά τις διατάξεις των άρθρων 297-298 ΑΚ. είτε την απόδοση της ωφέλειας από την αθέμιτη εκμετάλλευση της ευρεσιτεχνίας, είτε την καταβολή ποσού αναλόγου προς το τίμημα (αντάλλαγμα) που θα εισέπραττε, στην περίπτωση που θα παραχωρούσε άδεια εκμετάλλευσης της ευρεσιτεχνίας (ΑΠ 1192/2003 ΕλλΔνη 2005.449, ΕφΘεσ 816/2009 ΔΕΕ 2010.881, ΕφΘεσ 467/2009 Αρμ 2010,1014). Στην τελευταία αυτή περίπτωση ο προσβληθείς πρέπει να αποδείξει το ύψος του ανταλλάγματος που ισχύει στην αγορά για τη συγκεκριμένη εφεύρεση, αν έχει δημιουργηθεί τέτοια ή εκείνο που καταβάλλεται σε παρόμοιες περιπτώσεις, δηλαδή θα αναζητηθεί το αντικειμενικά εύλογο αντάλλαγμα (βλ. θ. Λιακόπουλου. Βιομηχανική) Ιδιοκτησία, εκδ. ε’σελ. 141- 145.Β. Αντωνόπουλου. Βιομηχανική Ιδιοκτησία, έκδ. 2005 παρ. 1013-1015). Από τις διατάξεις των παρ. 1, 3, 4 και 5 του άρθρου 5 του άνω Ν 1733/1987 προκύπτει ότι θετικές ουσιαστικές προϋποθέσεις για τη χορήγηση έγκυρου διπλώματος ευρεσιτεχνίας είναι το «νέο» της εφεύρεσης, η εφευρετική δραστηριότητα ως περιεχόμενο αυτής και η επιδεκτικότητα της εφεύρεσης προς βιομηχανική εφαρμογή.
Νέα κρίνεται μία εφεύρεση αν δεν ανήκει στη στάθμη της τεχνικής και ως τέτοια νοείται κάθε τι που είναι γνωστό οπουδήποτε στον κόσμο (αρχή της οικουμενικότητας) από γραπτή ή προφορική περιγραφή ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο, πριν από την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης για τη χορήγηση διπλώματος ευρεσιτεχνίας. Έτσι, το στοιχείο του «νέου» θεωρείται ότι υπάρχει, όταν πρόκειται μεν για παραγωγή προϊόντος, αν το προϊόν αυτό διαφέρει από τα ομοειδή του προϊόντα με ουσιώδη νέα χαρακτηριστικά, όταν πρόκειται δε για παραγωγή αποτελέσματος, αν εμφανίζει αξιόλογη βελτίωση ήδη γνωστού αποτελέσματος, ανεξαρτήτως του αν η βελτίωση αφορά μόνο στον τρόπο παραγωγής ή μόνο στο αποτέλεσμα ή στη μείωση της δαπάνης παραγωγής του ή και όλα μαζί και δεν εμφανίζεται σαν απλή προσαρμογή στοιχείων μεθόδων που είναι ήδη γνωστά, χωρίς αξιόλογο αποτέλεσμα ή βελτίωση ή σαν απλή νέα χρήση ενός μέσου που είναι γνωστό σε αντικείμενα άλλα, από εκείνα στα οποία είχε χρησιμοποιηθεί προηγουμένως, κατά τον ίδιο όμως, τρόπο κατά τον οποίο πάντοτε γινόταν η χρησιμοποίησή του, για να επιτευχθεί το ίδιο αποτέλεσμα (ΑΠ545/1996 ΕλλΔνη 39,1314, ΑΠ 1588/1991 ΕΕμπΔ 1992,146, ΕφΑΘ 9505/1999 ΔΕΕ 2000,271, Εφθεσ 2333/2005 ΕπισκΕΔ 2006,474, Εφθεσ 209/1996 Αρμ 50,603).
Μία εφεύρεση θεωρείται ότι εμπεριέχει εφευρετική δραστηριότητα αν. κατά την κρίση ειδικού, δεν προκύπτει με προφανή τρόπο από την υπάρχουσα στάθμη της τεχνικής. Μία εφεύρεση, τέλος θεωρείται επιδεκτική βιομηχανικής εφαρμογής, αν το αντικείμενό της μπορεί να παραχθεί ή να χρησιμοποιηθεί σε οποιονδήποτε τομέα παραγωγικής δραστηριότητας. Εξάλλου, κατά θεμελιώδη αρχή του δικαίου της ευρεσιτεχνίας, που εξαγγέλλεται από το άρθρο 1 του ανωτέρω νόμου, διπλώματα ευρεσιτεχνίας παραχωρούνται μόνο σε εφευρέσεις που πληρούν τις ουσιαστικές προϋποθέσεις προστασίας που προβλέπει ο νόμος. Όμως η ύπαρξη των στοιχείων της εφεύρεσης και η συνδρομή των ουσιαστικών προϋποθέσεων προστασίας αυτής με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, ελέγχονται σε περιορισμένη έκταση πριν από την παραχώρηση του διπλώματος ευρεσιτεχνίας. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τα άρθρα 7 και 8 του ανωτέρω νόμου, ελέγχονται μόνο οι τυπικές προϋποθέσεις της αίτησης και οι αρνητικές ουσιαστικές προϋποθέσεις χορήγησης του διπλώματος ευρεσιτεχνίας, με συνέπεια τη δυνατότητα χορήγησης του σχετικού διπλώματος, χωρίς να συντρέχουν οι κατά το νόμο όροι έκδοσης αυτού και τη δημιουργία, περαιτέρω, νομίμου μαχητού τεκμηρίου περί συνδρομής των ουσιαστικών προϋποθέσεων για τη χορήγηση διπλώματος ευρεσιτεχνίας.
Το τεκμήριο νομιμότητας του διπλώματος ευρεσιτεχνίας ως διοικητικής πράξης ανατρέπεται και το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας μπορεί να κηρυχθεί άκυρο με δικαστική απόφαση του αρμόδιου δικαστηρίου, είτε διότι έλειπε μία από τις άνω ουσιαστικές θετικές προϋποθέσεις χορήγησής του, είτε για κάποιον από τους λοιπούς λόγους, που περιοριστικά αναφέρονται στο άρθρο 15 του άνω νόμου. Γίνεται δε δεκτό ότι η ακυρότητα αυτή μπορεί να προβληθεί όχι μόνο με αγωγή ή ανταγωγή, αλλά και με ένσταση. Έτσι, ο επικαλούμενος την ακυρότητα του διπλώματος ευρεσιτεχνίας ως ενάγουν ή ενιστάμενος οφείλει να επικαλεστεί και αποδείξει τους λόγους ακυρότητας του διπλώματος, ότι η εφεύρεση δεν είναι νέα, αλλά ανήκει στη στάθμη της τεχνικής, με την έννοια που προαναφέρθηκε, πριν από την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης για τη χορήγηση του διπλώματος ευρεσιτεχνίας, είτε ότι δεν εμπεριέχει εφευρετική ιδέα, είτε ότι δεν είναι επιδεκτική βιομηχανικής εφαρμογής (θ. Λιακοπούλου, ο.π. σελ. 253-254 ΕφΑΘ 4999/2010 ΔΕΕ 2011,188, ΕφΘεσ 348/2010 ΕΕμπΔ 2011,166, ΕφΑΘ 1852/1997 ΕΕμπΔ 1997,992).
Πέραν, όμως της παραπάνω προστασίας μπορεί ο κάτοχος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας να προστατευθεί και βάσει των συμπληρωματικούς εφαρμοζόμενων, διατάξεων του άρθρου 60 ΑΚ. αφού η εφεύρεση ως προϊόν της διάνοιας παρέχει στον εφευρέτη ένα ιδιότυπο ηθικής και περιουσιακής φύσης απόλυτο δικαίωμα επί της εφεύρεσης και εκείνων του Ν. 146/1914 «Περί αθέμιτου ανταγωνισμού» (ΠΠΘεσ 20725/1996, Αρμ 1997.523). Από το Ν 1733/1987 προκύπτει ότι ως υπηρεσιακή εφεύρεση νοείται εκείνη που πραγματοποιεί ο εργαζόμενος στα πλαίσια σύμβασης εργασίας, από την οποία απορρέει αξίωση του εργοδότη και αντίστοιχη υποχρέωση του εργαζόμενου για παροχή εφευρετικής εργασίας, αποκλειστικά ή παράλληλα με άλλη εργασία (παρ. 5). Δικαιούχος της υπηρεσιακής εφεύρεσης είναι ο εργοδότης (παρ. 4), ο εργαζόμενος δικαιούται να κατονομάζεται ως εφευρέτης στο σχετικό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας (παρ. 8) και αν η εφεύρεση είναι ιδιαίτερα επωφελής για τον εργοδότη, τότε ο εργαζόμενος δικαιούται να αξιώσει από αυτόν πρόσθετη εύλογη αμοιβή (παρ. 5). Ο δε υπολογισμός αυτής γίνεται με βάση τη σπουδαιότητα της εφεύρεσης και το μέγεθος της ωφέλειας τομ εργοδότη, σε συνδυασμό και με το ύψος των τακτικών αποδοχών του εργαζομένου, στις οποίες ενδεχομένως έχει συνυπολογιστεί ένα μέρος της πρόσθετης αμοιβής
Ως εξαρτημένη εφεύρεση νοείται εκείνη, που πραγματοποιείται από εργαζόμενο με τη χρήση υλικών, μέσων ή πληροφοριών της επιχείρησης του εργοδότη κατά τη διάρκεια της εργασιακής του σχέσης, η οποία δεν έχει ως αντικείμενο (αποκλειστικό ή παράλληλο) την παροχή εφευρετικής εργασίας (παρ. 6). Ο εργαζόμενος είναι, είτε αποκλειστικός δικαιούχος της εξαρτημένης εφεύρεσης, είτε συνδικαιούχος με τον εργοδότη κατά ποσοστό 60% ο πρώτος και 40% ο δεύτερος, εφόσον τηρηθούν οι σχετικές προβλέψεις του νόμου, οπότε οριστικοποιείται το αντίστοιχο υπό αίρεση δικαίωμα του εργοδότη (παρ. 4 και 6). Τέλος, ελεύθερη εφεύρεση είναι εκείνη που δεν είναι ούτε υπηρεσιακή, ούτε εξαρτημένη, δηλ. η εφεύρεση που πραγματοποιεί ο εργαζόμενος, χωρίς να έχει κάνει χρήστη υλικών, μέσων ή πληροφοριών της επιχείρησης, κατά τη διάρκεια της εργασιακής του σχέσης, η οποία δεν έχει ως αντικείμενο την παροχή εφευρετικής εργασίας (παρ. 4). Δικαιούχος της ελεύθερης εφεύρεσης είναι αποκλειστικά ο εργαζόμενος.
Η δικηγορική μας εταιρεία έχει χειριστεί υποθέσεις τέτοιας φύσης, όμως η
απλή ανάγνωση του παρόντος δεν παρέχει πλήρη ενημέρωση, η οποία παρέχεται από τους δικηγόρους της εταιρείας μας.