Υπάρχουν συγκεκριμενες προϋποθέσεις για την προστασία του κατόχου του διπλώματος ευρεσιτεχνίας. Έχει αυτός δικαίωμα αποζημίωσης σε περίπτωση προσβολής της εφεύρεσης (εφευρετικής ιδέας) αλλά και παύσης της προσβολής
ΕφΑθ 1586/2012
Από τις διατάξεις των παρ. 1, 3, 4 και 5 του άρθρου 5 του άνω Ν 1733/1987 προκύπτει ότι θετικές ουσιαστικές προϋποθέσεις για τη χορήγηση έγκυρου διπλώματος ευρεσιτεχνίας είναι το «νέο» της εφεύρεσης, η εφευρετική δραστηριότητα ως περιεχόμενο αυτής και η επιδεκτικότητα της εφεύρεσης προς βιομηχανική εφαρμογή. Νέα κρίνεται μία εφεύρεση αν δεν ανήκει στη στάθμη της τεχνικής και ως τέτοια νοείται κάθε τι που είναι γνωστό οπουδήποτε στον κόσμο (αρχή της οικουμενικότητας) από γραπτή ή προφορική περιγραφή ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο, πριν από την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης για τη χορήγηση διπλώματος ευρεσιτεχνίας. Ετσι, το στοιχείο του «νέου» θεωρείται ότι υπάρχει, όταν πρόκειται μεν για παραγωγή προϊόντος, αν το προϊόν αυτό διαφέρει από τα ομοειδή του προϊόντα με ουσιώδη νέα χαρακτηριστικά, όταν
πρόκειται δε για παραγωγή αποτελέσματος, αν εμφανίζει αξιόλογη βελτίωση ήδη γνωστού αποτελέσματος, ανεξαρτήτως του αν η βελτίωση αφορά μόνο στον τρόπο παραγωγής ή μόνο στο αποτέλεσμα ή στη μείωση της δαπάνης παραγωγής του ή και όλα μαζί και δεν εμφανίζεται σαν απλή προσαρμογή στοιχείων μεθόδων που είναι ήδη γνωστά, χωρίς αξιόλογο αποτέλεσμα ή βελτίωση ή σαν απλή νέα χρήση ενός μέσου που είναι γνωστό σε αντικείμενα άλλα, από εκείν στα οποία είχε χρησιμοποιηθεί προηγουμένως, κατά τον ίδιο όμως τρόπο κατά τον οποίο πάνυοτε γινόταν η χρησιμοποίηση του, για να επιτευχθεί το ίδιο αποτέλεσμα (ΑΠ 545/1996 ΕλλΔνη 39,1314, ΑΠ 1588/1991 ΕΕμπΔ 1992,146, ΕφΑΘ 9505/1999 ΔΕΕ 2000,271, Εφθεσ 2333/2005 ΕπισκΕΔ 2006,474, Εφθεσ 209/1996 Αρμ 50,603). Μία εφεύρεση θεωρείται ότι εμπεριέχει εφευρετική δραστηριότητα αν, κατά την κρίση ειδικού, δεν προκύπτει με προφανή τρόπο από την υπάρχουσα στάθμη της τεχνικής. Μία εφεύρεση, τέλος, θεωρείται επιδεκτική Βιομηχανικής εφαρμογής αν το αντικείμενο της μπορεί να παραχθεί ή να χρησιμοποιηθεί σε οποιονδήποτε τομέα παραγωγικής δραστηριότητας. Εξάλλου, κατά θεμελιώδη αρχή του δικαίου της ευρεσιτεχνίας, που εξαγγέλλεται από το άρθρο 1 του ανωτέρω νόμου, διπλώματα ευρεσιτεχνίας παραχωρούνται μόνο σε εφευρέσεις που πληρούν τις ουσιαστικές προϋποθέσεις προστασίας που προβλέπει ο νόμος. Ομως η ύπαρξη των στοιχείων της εφεύρεσης και η συνδρομή των ουσιαστικών προϋποθέσεων προστασίας αυτής με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, ελέγχονται σε περιορισμένη έκταση πριν από την παραχώρηση του διπλώματος ευρεσιτεχνίας. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τα άρθρα 7 και 8 του ανωτέρω νόμου, ελέγχονται μόνο οι τυπικές προϋποθέσεις της αίτησης και οι αρνητικές ουσιαστικές προϋποθέσεις χορήγησης του διπλώματος ευρεσιτεχνίας, με συνέπεια τη δυνατότητα χορήγησης του σχετικού διπλώματος χωρίς να συντρέχουν οι κατά το νόμο όροι έκδοσης αυτού και τη δημιουργία, περαιτέρω, νομίμου μαχητού τεκμηρίου περί συνδρομής των ουσιαστικών προϋποθέσεων για τη χορήγηση διπλώματος ευρεσιτεχνίας. Το τεκμήριο νομιμότητας του διπλώματος ευρεσιτεχνίας ως διοικητικής πράξης ανατρέπεται και το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας μπορεί να κηρυχθεί άκυρο με δικαστική απόφαση του αρμόδιου δικαστηρίου είτε διότι έλειπε μία από τις άνω ουσιαστικές θετικές προϋποθέσεις χορήγησης του είτε για κάποιον από τους λοιπούς λόγους, που περιοριστικά αναφέρονται στο άρθρο 15 του άνω νόμου. Γίνεται δε δεκτό ότι η ακυρότητα αυτή μπορεί να προβληθεί όχι μόνο με αγωγή ή ανταγωγή, αλλά και με ένσταση. Έτσι ο επικαλούμενος την ακυρότητα του διπλώματος ευρεσιτεχνίας ως ενάγων ή ενιστάμενος οφείλει να επικαλεστεί και αποδείξει τους λόγους ακυρότητας του διπλώματος, ότι η εφεύρεση δεν είναι νέα, αλλά ανήκει στη στάθμη της τεχνικής, με την έννοια που προαναφέρθηκε, πριν από την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης για τη χορήγηση του διπλώματος ευρεσιτεχνίας, είτε ότι δεν εμπεριέχει εφευρετική ιδέα, είτε ότι δεν είναι επιδεκτική Βιομηχανικής εφαρμογής (θ. Λιακοπούλου, οπ. αν σελ. 253-254 ΕφΑΘ 4999/2010 ΔΕΕ 2011,188, Εφθεσ 348/2010 ΕΕμπΔ 2011,166, ΕφΑΘ 1852/1997 ΕΕμπΔ 1997,992). Περαιτέρω με τη διάταξη του άρθρου 1 Ν 146/1914 απαγορεύεται κατά τις εμπορικές, βιομηχανικές, εργολαβικές ή γεωργικές συναλλαγές, κάθε προς το σκοπό
ανταγωνισμού γενόμενη πράξη αντικείμενη στα χρηστά ήθη και ότι ο παραβάτης δύναται να εναχθεί προς παράλειψη και προς ανόρθωση της προσγενόμενης ζημίας. Από τη ρήτρα αυτή συνάγεται ειδικότερα ότι ουσιώδες στοιχείο για θεμελίωση της απαίτησης προς αποκατάσταση της ζημίας, θετικής ή αποθετικής, ή προς χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη, η οποία ζημία ή βλάβη του προαναφερόμενου προσώπου προήλθε από τη φερόμενη ως συνιστώσα τον αθέμιτο ανταγωνισμό πράξη του τρίτου, είναι και το να εκτελείται η πράξη αυτή προς το σκοπό ανταγωνισμού προς το ασκούμενο από τον παθόντα εμπόριο κ.λπ. και να αντίκειται στα χρηστά ήθη. Αντίθεση της πράξης στα χρηστά ήθη υπάρχει, όταν αυτή προσκρούει στο αίσθημα και στην αντίληψη κάθε ορθά και δίκαια σκεπτόμενου ανθρώπου, μέσα στο συναλλακτικό κύκλο στον οποίο εκδηλώνεται η αθέμιτη πράξη, δηλαδή όταν χρησιμοποιούνται τρόποι και μέσα αντίθετα
προς την ομαλή ηθικότητα των συναλλαγών (ΑΠ 1192/2003 ΕλλΔνη 2005,449, ΑΠ 72/2001 ΕλλΔνη 42,904, ΑΠ 1780/1999 ΕλλΔνη 41,973, Εφθεσ 1816/2009 οπ. αν.).
Η δικηγορική μας εταιρεία έχει χειριστεί υποθέσεις τέτοιας φύσης, όμως η
απλή ανάγνωση του παρόντος δεν παρέχει πλήρη ενημέρωση, η οποία παρέχεται από τους δικηγόρους της εταιρείας μας.