Το γραφείο μας παραθέτει βάσει των υποθέσεων που έχει αναλάβει, μια συνοπτική νομική προσέγγιση στη διαδικασία συνδιαλλαγής κατά τα άρθρα 99επ. Ν. 3588/2007
Ιάκωβος Ε. Βενιέρης[1]
Με τις διατάξεις των άρθρων 99-106ι του Ν 3588/2007 (Νέος Πτωχευτικός Κώδικας) εισήχθη στο ελληνικό δικαϊικό σύστημα ο θεσμός της διαδικασίας συνδιαλλαγής. Αποτελεί θεσμό που διευκολύνει τις επιχειρήσεις να αποφύγουν την πτώχευση.
Αν και η διαδικασία πρόσφατα έχει εισαχθεί οι αποφάσεις των ελληνικών δικαστηρίων έχουν ήδη αποκρυσταλλώσει τη σημασία της διαδικασίας και έχουν αποτυπώσει το σκοπό της. Σύμφωνα με αυτές σκοπός του νομοθέτη είναι η πρόληψη ή αποφυγή της πτωχεύσεως.
Δηλαδή η διαδικασία συνδιαλλαγής αποσκοπεί στην εύρεση εκείνων των λύσεων που θα αποτρέψουν την πτώχευση της επιχείρησης, αλλά και θα επιτρέψουν την ικανοποίηση των δανειστών. Πρόκειται για μια λύση που και την επιχείρηση δεν καταδικάζει στην πτώχευση αλλά και βρίσκει τρόπο να ικανοποιήσει τους δανειστές. Προς αυτήν την κατεύθυνση δια της διαδικασίας συνδιαλλαγής η επιχείρηση συνεχίζει να λειτουργεί με όλα τα οικονομικά και κοινωνικά οφέλη που αυτό συνεπάγεται, ενώ δεν αφήνονται απροστάτευτα τα συμφέροντα των δανειστών.
Στα πλαίσια της διαδικασίας συνδιαλλαγής κατά το άρθρο 99 και επ., ο δικηγόρος της επιχείρησης στρέφεται στο δικαστήριο και εκδίδονται τρεις δικαστικές αποφάσεις. Με την πρώτη παρέχεται δικαστική προστασία στην επιχείρηση από αναγκαστικές εκτελέσεις των δανειστών της. Με την δεύτερη απόφαση προκαλείται το άνοιγμα της διαδικασίας συνδιαλλαγής. Με τη τρίτη δικαστική απόφαση επικυρώνεται η συμφωνία που τυχόν θα συναφθεί μεταξύ του οφειλέτη και εκείνων των δανειστών, που έχουν την πλειοψηφία των απαιτήσεων, ενώ η συμφωνία επιτυγχάνεται με τη συμμετοχή του μεσολαβητή.
Ο νόμος στη διαδικασία του άρθρου 99 καθορίζει τις εξής προϋποθέσεις για την έναρξη διαδικασίας συνδιαλλαγής που θα οδηγήσει στην πρώτη δικαστική απόφαση:
α) ο οφειλέτης πρέπει να είναι ένας έμπορος ή ΑΕ, ΕΠΕ, ΟΕ και τα άλλα νομικά πρόσωπα που έχουν την εμπορική ιδιότητα (συνεταιρισμός). Ο οφειλέτης πάντως έχει μόνο δικαίωμα και δεν είναι υποχρεωμένος να ακολουθήσει τη διαδικασία αυτήν.
β) ο οφειλέτης πρέπει να αποδείξει την οικονομική του αδυναμία να ανταπεξέλθει στην εξυπηρέτηση των οικονομικών του υποχρεώσεων. Οικονομική αδυναμία μπορεί να συνιστά η γενική, κατά την αντίληψη των συναλλαγών, οικονομική αδυναμία ή η μελλοντική αδυναμία πληρωμών οφειλούμενη σε λόγους οικονομικής στενότητας και έλλειψης ρευστότητας ή σε λόγους δικαιολογημένης αρρυθμίας πληρωμών.
γ) ο οφειλέτης προβαίνει σε αίτηση στο Πολυμελές Πρωτοδικείο του τόπου που ασκεί τη δραστηριότητά του. Η αίτηση συντάσσεται και κατατίθεται από δικηγόρο, ενώ πρέπει να κατατεθεί και σχετικό παράβολο στην περίπτωση διορισμού μεσολαβητή.
δ) καταθέτει επίσης έκθεση εμπειρογνώμονα (συνήθως ορκωτού ελεγκτή) για να αξιολογήσει την πραγματική οικονομική αδυναμία του οφειλέτη.
Σύμφωνα με τις αποφάσεις των ελληνικών δικαστηρίων στοιχεία που αποδεικνύουν τέτοια οικονομική κατάσταση που να δικαιολογεί την υπαγωγή στο άρθρο 99 είναι ενδεικτικώς:
α) τα οικονομικά δεδομένα, όπως αρνητικός ισολογισμός, συνεχής έλλειψη κερδοφορίας και αδυναμία μερισματικής πολιτικής, υπερβολικός βραχυπρόθεσμος δανεισμός, διακοπή τραπεζικών συναλλαγών, αφαίρεση βιβλιαρίου επιταγών, διακοπή οικονομικής υποστηρίξεως από μητρική εταιρία ομίλου,
β) η περιουσιακή κατάσταση, όπως η επιβάρυνση των περιουσιακών στοιχείων με πολλαπλές εμπράγματες ασφάλειες ή η ανυπαρξία ελεύθερης περιουσίας ή η εκποίηση περιουσιακών στοιχείων για αντιμετώπιση βραχυπρόθεσμων υποχρεώσεων,
γ) η επιχειρηματική δραστηριότητα, όπως έλλειψη των αναγκαίων πρώτων υλών, υπολειτουργία της επιχείρησης, δυσχέρειες στην κάλυψη αποθεμάτων, προβλήματα και διεκδικήσεις προσωπικού μη αντιμετωπίσιμες, δυσαναλογία εσόδων και λειτουργικών εξόδων, και
δ) το οικονομικό περιβάλλον της επιχειρήσεως όπως μείωση παραγγελιών, ανάκληση ή μη παράταση αδειών εκμεταλλεύσεως ή ευρεσιτεχνιών, προβληματικές σχέσεις με προμηθευτές, συγκρούσεις με προσωπικό, καταστροφή (ολική ή μερική) εγκαταστάσεων ή παραγωγής, ευρεία ελαττωματικότητα προϊόντων και μαζικές υπαναχωρήσεις καταναλωτών.
Αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις και το δικαστήριο κρίνει σκόπιμη την ένταξη του οφειλέτη στη διαδικασία τότε:
i) διατάσσει το άνοιγμα της διαδικασίας συνδιαλλαγής και
ii) ορίζει ένα πρόσωπο ως τον μεσολαβητή.
iii) ενδεχομένως διατάσσει κάθε μέτρο που κρίνει αναγκαίο για να αποτραπεί κάθε επιζήμια για τους δανειστές μεταβολή της περιουσίας του οφειλέτη ή μείωση της αξίας της (π.χ. απαγόρευση κάθε διάθεσης περιουσιακού στοιχείου από τον οφειλέτη ή προς αυτόν, αναστολή των δικαστικών ενεργειών των δανειστών περί αναγκαστικής εκτέλεσης κλπ.).
Σημειώνεται ότι ο μεσολαβητής έχει ως αποστολή να επιτύχει τη σύναψη συμφωνίας μεταξύ του οφειλέτη και των δανειστών που κατέχουν περίπου την πλειοψηφία των χρεών του οφειλέτη. Ο μεσολαβητής έχει για το έργο του προθεσμία 2-3 μηνών από τη δημοσίευση της απόφασης.
Ο ρόλος του μεσολαβητή είναι η άρση των οικονομικών δυσκολιών του οφειλέτη, η συνέχιση της δραστηριότητας του οφειλέτη και η διατήρηση των θέσεων εργασίας σε συνδυασμό με την ικανοποίηση των δανειστών στο βαθμό που αυτό είναι δυνατό. Σε αυτά τα πλαίσια ο μεσολαβητής έχει αρμοδιότητα να προτείνει λύσεις για τη διάσωση της επιχείρησης, ιδίως με μείωση των απαιτήσεων, παράταση του ληξιπρόθεσμου αυτών, αναδιάρθρωση της επιχείρησης, μετοχοποίηση των απαιτήσεων, εκποίηση της επιχείρησης ή κάθε άλλο πρόσφορο μέτρο.
Ο νόμος ορίζει ότι το Δημόσιο, νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, δημόσιες επιχειρήσεις του δημόσιου τομέα, φορείς κοινωνικής πρόνοιας και ασφάλισης, μπορούν να συναινούν σε μείωση των απαιτήσεων τους κατά του οφειλέτη με τους ίδιους όρους που θα μείωνε τις απαιτήσεις του υπό τις αυτές συνθήκες ιδιώτης δανειστής, καθώς και να παραιτούνται από προνόμια και εξασφαλίσεις ενοχικής ή εμπράγματης φύσεως.
Στα πλαίσια των παραπάνω αρμοδιοτήτων του μεσολαβητή, το περιεχόμενο της συμφωνίας με τους δανειστές είναι ελεύθερο και μπορεί να οδηγεί σε μείωση των απαιτήσεων, σε παράταση του χρόνου εξόφλησης ή σε άλλες διευκολύνσεις, σε μετατροπή του χρέους σε μετοχές που λαμβάνουν οι δανειστές, σε ρευστοποίηση της περιουσίας του οφειλέτη προς ικανοποίηση των χρεών κλπ. Η συμφωνία είναι πάντα έγγραφη και έχει τη νομική μορφή του συμβιβασμού.
Η επόμενη δικαστική απόφαση είναι αυτή που εκδίδεται προς επικύρωση της συμφωνίας συνδιαλλαγής. Δηλαδή αν επιτευχθεί η συμφωνία συνδιαλλαγής, ο νόμος ορίζει ότι άμεσα με αίτηση όλων των μελών της συμφωνίας ή κάποιου εξ αυτών, εισάγεται η συμφωνία στο δικαστήριο, προς επικύρωση και λήξη της διαδικασίας συνδιαλλαγής. Έτσι η απλή συμφωνία μετατρέπεται σε δικαστική απόφαση, με ό,τι συνεπάγεται αυτό για την ισχύ της μεταξύ των μελών που συμφώνησαν.
Ωστόσο, ο νόμος απαγορεύει την επικύρωση της συμφωνίας αν:
α) ο οφειλέτης, κατά τη σύναψη της συμφωνίας, βρίσκεται σε κατάσταση παύσης των πληρωμών και οδεύει δηλαδή προς πτώχευση. Τότε πια ο οφειλέτης θα πρέπει να κηρυχθεί πτωχός και δε μπορεί να ακολουθήσει τη διαδικασία συνδιαλλαγής που προϋποθέτει αδυναμία πληρωμών και όχι πλήρη παύση πληρωμών.
β) οι όροι της συμφωνίας δεν εξασφαλίζουν τη διάρκεια της επιχειρηματικής δραστηριότητας του οφειλέτη,
γ) θίγονται τα συμφέροντα των δανειστών που δεν υπέγραψαν τη συμφωνία κατά τέτοιο τρόπο ώστε να ικανοποιούνται αυτοί άνισα μεταξύ τους ή κατά τρόπο που οδηγεί σε καταβολή σε αυτούς χρημάτων λιγότερων σε σύγκριση με το τί θα λάμβαναν σε περίπτωση πτώχευσης του οφειλέτη.
Η δεύτερη δικαστική απόφαση δεσμεύει τον οφειλέτη και τους δανειστές που υπέγραψαν, αλλά και αυτούς που δεν την υπέγραψαν, εφόσον επέτυχε στη συμφωνία τα παραπάνω ποσοστά ο οφειλέτης. Η απόφαση αυτή έχει όμως και ως συνέπεια την άρση των αναγκαστικών εκτελέσεων κατά του οφειλέτη, ακόμα και αν αφορούν τον εγγυητή του οφειλέτη ή ακόμα και αν αφορούν απαιτήσεις δανειστών που δε συμφώνησαν. Επίσης αίρεται η απαγόρευση έκδοσης επιταγών.
Προστατεύονται βέβαια και οι δανειστές καθώς δεν αίρονται οι δικαστικές διαδικασίες, αλλά μόνο η εκτέλεση των όποιων αποφάσεων εκδοθούν.
________________________________________
[1] Δικηγόρος, Δρ Νομικής, εκλεγείς Λέκτορας Νομικής Αθηνών.