Είναι παράνομη η απόσπαση πελατείας με παραπλάνηση του καταναλωτικού κοινού ή βάσει ανακριβούς διαφήμισης και δεν επιτρέπεται η αθέμιτη και παραπλανητική πληροφόρηση του συναλλασσομένου. Ο κάθε επιχειρηματίας μπορεί να προστατευθεί έναντι του ανταγωνιστή του που με παράνομο ή ανήθικο τρόπο προσελκύει τους πελάτες του και τους αποσπά ή τους επηρεάζει ως προς τη συναλλακτική τους δραστηριότητα ή την αγοραστική τους επιλογή.
Η επιχείρηση-εταιρεία που υφίσταται παράνομη συμπεριφορά εκ μέρους ανταγωνιστή (επιχείρηση με ίδιο σκοπό και δράση στον ίδιο κύκλο συναλλαγών) μπορεί να κινηθεί δικαστικώς και να ζητήσει
– την άρση και παράλειψη-διακοπή των παράνομων πράξεων και της παράνομης συμπεριφοράς απόσπασης πελατείας
– την αποζημίωση για τα διαφυγόντα κέρδη, την απώλεια εσόδων-κερδών και την δυσφήμηση που έχει υποστεί
Παρακάτω παραθέτουμε ένα παράδειγμα από την ελληνική νομολογία
(Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς 3766/2012)
[…] Αποτελεί αθέμιτο ανταγωνισμό η συμπεριφορά αν βασίζεται σε πράξεις που γίνονται με σκοπό ανταγωνισμού και αντίκειται στα χρηστά ήθη. Πράξη η οποία εμπίπτει στην πιο πάνω γενική ρήτρα μπορεί να θεωρηθεί και η απόσπαση (προσέλκυση) πελατείας, με τη συνδρομή όμως ειδικών συνθηκών, που την καθιστούν αθέμιτη, δηλαδή εφόσον γίνεται με σκοπό ανταγωνισμού, με μέσα ή μεθόδους που αντίκεινται στα χρηστά ήθη, όπως λ.χ, με παραπλάνηση ή εξαγορά του πελάτη ή με πράξεις παρεμπόδισης του. Ετσι, πράξη αντίθετη στον συνταγματικώς κατοχυρωμένο πυρήνα του οικονομικού συστήματος συνιστά και η ανταγωνιστική εκείνη ενέργεια, που στρέφεται, κατά της οικονομικής ελευθερίας του καταναλωτή αναιρώντας τον ελεύθερο σχηματισμό της αγοραστικής του Βούλησης, έτσι που να πλήττεται στον πυρήνα της η συνταγματικώς κατοχυρωμένη οικονομική ελευθερία, αφού τίθεται σε διακινδύνευση, εφόσον παρεμποδίζεται ουσιαστικά η άσκηση της, ενέργεια η οποία αντίκειται στα χρηστά ήθη (ΑΠ 79/2001 ΕλλΔνη ό.π., Εφθεσ 1514/2011 6.Π., ΕφΑΘ 1439/2007 ΔΕΕ 2007,575).
Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 3 του Ν 146/1914, απαγορεύεται στις δημόσιες γνωστοποιήσεις ή ανακοινώσεις που προορίζονται για ευρύ κύκλο προσώπων, κάθε ανακριβής δήλωση για τις σχέσεις που αναφέρονται στις κατά το άρθρο 1 συναλλαγές ιδιαιτέρως δε για την ποιότητα, την αρχική προέλευση, τον τρόπο της κατασκευής ή της τιμολόγησης εμπορευμάτων ή βιομηχανικών εργασιών, για τον τρόπο ή την πηγή της προμήθειας, για την κατοχή βραβείων ή άλλων τιμητικών διακρίσεων, για την αιτία ή το σκοπό της πώλησης ή για το ποσό των προς διάθεση εμπορευμάτων, ικανή να παραγάγει την εντύπωση ιδιαίτερα ευνοϊκής προσφοράς.
Ο παραβάτης μπορεί να εναχθεί για παράλειψη των ανακριβών δηλώσεων και ανόρθωση της προσγενόμενης ζημίας. Από την ανωτέρω διάταξη, σκοπός της οποίας είναι η εξασφάλιση της αληθείας, της ακριβείας και της σαφήνειας στις συναλλαγές προκείμενου να προστατευθούν τόσο οι ανταγωνιστές του διαφημιζόμενου επαγγελματία, οι οποίοι λόγω παραπλανητικών δηλώσεων χάνουν την πελατεία τους, όσο και το καταναλωτικό κοινό, συνάγεται ότι προϋποθέσεις εφαρμογής της είναι: α) η ύπαρξη δήλωσης που αφορά στις εμπορικές, βιομηχανικές ή γεωργικές συναλλαγές και γίνεται με τη μορφή δημόσιας γνωστοποίησης η ανακοίνωσης με οποιοδήποτε μέσο δημοσιότητας, Β) η δήλωση να προορίζεται για αόριστο και κυρίως απεριόριστο αριθμό προσώπων και να είναι ανακριβής, δηλαδή να έχει· περιεχόμενο που δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια και γ) η ανακριβής δήλωση να είναι ικανή (πρόσφορη), να προκαλέσει στο καταναλωτικό κοινό την εντύπωση ιδιαιτέρως ευνοϊκής προσφοράς, χωρίς πάντως να απαιτείται να δημιουργηθεί πράγματι τέτοια εντύπωση. Εξάλλου, μόνο το ανακριβές της δήλωσης δεν αρκεί για την εφαρμογή της ανωτέρω διάταξης, διότι ενδέχεται ανακριβή στοιχεία μιας διαφήμισης να μην επηρεάζουν πάντοτε την αγοραστική πρόθεση των αποδεκτών της ή να γίνονται αντιληπτά από το κοινό με τον ορθό τρόπο, είτε διότι αποτελούν γενικές και εύχρηστες έννοιες των συναλλαγών, οπότε δεν εκλαμβάνονται υπό το ακριβές αυτών περιεχόμενο, είτε διότι είναι πομπώδεις υπερβολές, οπότε δεν εκλαμβάνονται ως σοβαρές. Πρέπει η ανακριβής δήλωση να είναι ικανή να επηρεάσει με οποιονδήποτε τρόπο την αγοραστική συμπεριφορά των αποδεκτών της διαφήμισης, και ακολούθως, η εντύπωση της ιδιαίτερα ευνοϊκής προσφοράς πρέπει να προκαλείται σε ένα αρκετά σημαντικό μέρος του συναλλακτικού κοινού, προς το οποίο απευθύνεται.
Ετσι, δεν ανήκει στην αποστολή της εν λόγω διάταξης η προστασία του κοινού από κάθε παραπλανητική δήλωση, αλλά μόνο από αισθητή παραπλάνηση.
Ως καταναλωτής, λαμβάνεται υπόψη ο μέσος, μέτριας παρατηρητικότητας, γνώσης και εμπειρίας, καταναλωτής, ενώ κρίσιμη είναι, κατά κανόνα, η συνολική (γενική) εντύπωση που προξενεί η διαφημιστική δήλωση στον οικείο συναλλακτικό κύκλο, προς τον οποίο απευθύνεται και για το λόγο αυτό οι μεμονωμένες δηλώσεις μιας ενιαίας, νοηματικά, παράστασης δεν πρέπει, καταρχήν, να αποσπώνται από το περιβάλλον τους και να κρίνονται αυτοτελώς. Κατ` εξαίρεση, επιβάλλεται η αποσπασματική θεώρηση, στην περίπτωση που ένα μέρος της (σύνθετης) δήλωσης γίνεται αντιληπτό να χρησιμοποιείται από τον επιπόλαιο παρατηρούντα συναλλασσόμενο, ανεξάρτητα από το υπόλοιπο διαφημιστικό κείμενο.
Τέλος, για την εφαρμογή της υπόψη διάταξης δεν είναι ανάγκη η ανακριβής δήλωση να έγινε με σκοπό τον ανταγωνισμό αλλά αρκεί η ύπαρξη κινδύνου παραπλάνησης. Επίσης, δεν απαιτείται υπαιτιότητα, η οποία είναι προϋπόθεση μόνο για την αξίωση αποζημίωσης (Εφθεσ 1489/2007 ΔΕΕ 2007,575, ΠΠρθεσ 5717/2011 ΕπιθΕμπΔ 2012,172).
Η δικηγορική μας εταιρεία έχει χειριστεί υποθέσεις τέτοιας φύσης, όμως η
απλή ανάγνωση του παρόντος δεν παρέχει πλήρη ενημέρωση, η οποία παρέχεται από τους δικηγόρους της εταιρείας μας.