Σε υπόθεση που χειρίστηκε με επιτυχία το γραφείο μας, το Εφετείο Αθηνών έθεσε τις προϋποθέσεις εντός των οποίων προστατεύεται ένα προϊόν, όταν είναι ανταγωνιστικό και ανταγωνιστές του κατασκευαστή του το αντιγράφουν κατά αθέμιτο και παράνομο τρόπο.
Με τη διάταξη του άρθρου 1 Ν. 146/1914 απαγορεύεται κατά τις εμπορικές, βιομηχανικές, εργολαβικές ή γεωργικές συναλλαγές, κάθε προς τον σκοπό ανταγωνισμού γενόμενη πράξη αντικείμενη στα χρηστά ήθη και ο παραβάτης δύναται να εναχθεί προς παράλειψη και προς ανόρθωση της προσγενόμενης ζημίας. Από τη ρήτρα αυτή συνάγεται ειδικότερα ότι ουσιώδες στοιχείο για θεμελίωση της απαίτησης προς αποκατάσταση της ζημίας, θετικής ή αποθετικής, ή προς χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη, η οποία ζημία ή βλάβη του προαναφερόμενου προσώπου προήλθε από τη φερόμενη ως συνιστώσα τον αθέμιτο ανταγωνισμό πράξη του τρίτου, είναι και το να εκτελείται η πράξη αυτή προς τον σκοπό ανταγωνισμού προς το ασκούμενο από τον παθόντα εμπόριο κ.λπ. και να αντίκειται στα χρηστά ήθη.
Η έννοια των χρηστών ηθών δεν μπορεί στο δίκαιο του αθέμιτου ανταγωνισμού να απηχεί αντιλήψεις κοινωνικής μόνον ηθικής, αλλά οφείλει να διαμορφώνεται με βάση κυρίως τις οικονομικές και λοιπές συνθήκες της συγκεκριμένης αγοράς, στο πλαίσιο στάθμισης των αντίθετων συμφερόντων που καλείται ο νόμος να προστατεύσει από αθέμιτες ανταγωνιστικές συμπεριφορές, διασφαλίζοντας έτσι αποτελεσματικά και την εγγυημένη από το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος οικονομική ελευθερία. Αντικείμενο, δηλαδή, προστασίας δεν είναι μόνον το συμφέρον των ανταγωνιστών στην ατομική διάστασή του, αλλά και το συμφέρον των καταναλωτών και κα| επέκταση η λειτουργία της ίδιας της αγοράς.
Αθέμιτο ανταγωνισμό αποτελεί μία παράβαση, μόνο αν παρέχει στον παραβάτη προβάδισμα απέναντι στους ανταγωνιστές του που σέβονται τη διάταξη αυτή. Διότι τότε, πράγματι, η παράβαση του νόμου παρέχει στον παραβάτη ένα προβάδισμα που είναι ανταγωνιστικώς αδικαιολόγητο, ένα προβάδισμα που αποτελεί «κερδοσκοπία επί της προσήλωσης των ανταγωνιστών στο νόμο», που συνακόλουθα αναιρεί τη «ισότητα των όρων του ανταγωνισμού». Όσοι μετέχουν στον ανταγωνισμό, εφόσον – όπως οφείλουν – ενεργούν κατά τη φύση αυτού, έχουν την πρόθεση να τηρήσουν τους νόμους και τρέφουν ευλόγως την προσδοκία ότι όλοι έχουν την ίδια πρόθεση.
Ευνόητο είναι, λοιπόν, ότι εκείνος που θα παραβεί την προσδοκία αυτή, προκειμένου να αποκτήσει προβάδισμα απέναντι στους νομοταγείς – προβάδισμα που αντλείται από την παράβαση του νόμου και όχι από κάποια επίδοση – θα έρθει σε αντίθεση με την αρχή της καλής πίστης, εν τέλει δε θα παραβιάσει και την κατ’ άρθρο 1 Ν. 146/1914 απαγόρευση του αθέμιτου ανταγωνισμού.
Η δικηγορική μας εταιρεία έχει χειριστεί υποθέσεις τέτοιας φύσης, όμως η απλή ανάγνωση του παρόντος δεν παρέχει πλήρη ενημέρωση, η οποία παρέχεται από τους δικηγόρους της εταιρείας μας.