ΜΠρΔράμας 102/2015 (ασφ.) Αναστολή εκποίησης αποθηκευμένων εμπορευμάτων εταιρείας που βρίσκεται σε διαδικασία εξυγίανσης
Ι. Δικαστική προστασία έναντι της συγκεκριμένης εκποίησης – αντισυνταγματικότητα άρθρου 50 παρ. 3 ΝΔ 3077/1954
Το άρθρο 50 παρ. 3 ν.δ. 3077/1954, που αφορά στην παραπάνω διαδικασία εκποίησης, ορίζει ότι “Ουδεμία αναστολή ή αναβολή εκτελέσεως του κατά τις διατάξεις του παρόντος ενεργούμενου πλειστηριασμού επιτρέπεται, ουδεμίαν δε δικαιοδοσίαν ή αρμοδιότητα έχει το δικαστήριον ή ο πρόεδρος των πρωτοδικών να αποφασίσει και διατάξει τοιαύτην, ακόμη και αν προβάλλονται αντιρρήσεις κατά του πλειστηριασμού, εις οιονδήποτε λόγον και αιτίαν στηριζόμεναι”.
Πλέον έχει λυθεί το ζήτημα της δυνατότητας αναστολής και ανακοπής κατά πράξεων, όπως η δηλοποίηση εκποίησης κατά το ΝΔ 3077/1954. Η πάγια νομολογία ορίζει ότι (ΜΠΚαβ 2071/2002 ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΚαβαλ 511/2004 ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΚαβαλ 2071/2002 ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΚαβαλ 1948/2001 ΝΟΜΟΣ): «Σύμφωνα με το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος 2001, “Καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί ν’ αναπτύξει σ’ αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή συμφέροντά του, όπως νόμος ορίζει”. Το άρθρο αυτό καθιερώνει το συνταγματικά προστατευόμενο δικαίωμα της παροχής εννόμου προστασίας από τα δικαστήρια, έχει δε εφαρμογή για οποιαδήποτε ενέργεια σε βάρος δικαιωμάτων των πολιτών, πολύ δε περισσότερο σε ενέργειες οι οποίες συνιστούν αναγκαστική εκτέλεση, σε βάρος του συνταγματικά επίσης προστατευομένου δικαιώματος της ιδιοκτησίας (άρθρο 17 του Συντάγματος). Εξάλλου, από το σύνολο των διατάξεων που συνθέτουν το νομικό πλαίσιο της Κοινοτικής έννομης τάξης στην Ευρωπαϊκή ‘Ενωση, ήτοι από τα άρθρα 5 παρ. 2 της Συνθήκης Ε.Κ.Α.Ε., το άρθρο 6 της Συμβάσεως της Ρώμης, το άρθρο 47 του Χάρτη θεμελιωδών δικαιωμάτων της Ε.Ε. (που κυρώθηκε από τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες), σχετικά με το “δικαίωμα πραγματικής προσφυγής και αμερόληπτου δικαστηρίου”, προκύπτει ως γενική αρχή του Κοινοτικού Δικαίου, ότι κάθε πολίτης κοινοτικής χώρας έχει δικαίωμα προηγούμενης δικαστικής ακροάσεως και διασφαλίσεως δίκαιης κρίσης, κατά την προάσπιση των ατομικών του δικαιωμάτων και γενικότερα των εννόμων αυτού συμφερόντων. Από το πλέγμα των διατάξεων αυτών, που έχουν επαυξημένη τυπική δύναμη για την ελληνική έννομη τάξη, οι διατάξεις του ν.δ. 3077/1954, που απαγορεύουν την έννομη προστασία του καθού ο πλειστηριαμός, αλλά και οι λοιπές, που αναγορεύουν τους τίτλους αποθηκεύσεως σε εκτελεστούς τίτλους, άνευ παρεμβολής δικαστικής εγγυήσεως, είναι ανίσχυρες»
Στην παραπάνω νομολογία πλέον προστίθεται και η εδώ σχολιαζόμενη, η οποία απέδωσε προστασία κατά της διαδικασίας εκποίησης εκ του ΝΔ 3077/1954 παρά την σχετική διάταξη του άρθρου 50 παρ. 3.
ΙΙ. Απαγόρευση πλειστηριασμού αλλά και κάθε είδους διάθεσης περιουσιακών στοιχείων εντός της διαδικασίας εξυγίανσης (άρθρα 99επ. Ν. 3588/2007)
Η ιδιαιτερότητα της παραπάνω απόφασης προκύπτει από την ανάδειξη των προληπτικών μέτρων εντός διαδικασίας εξυγίανσης ως λόγου ανακοπής της σχετικής διαδικασίας εκποίησης.
Η ιδιαιτερότητά της είναι χαρακτηριστική, αν συγκριθεί με την ΑΠ 699/2001 ΝΟΜΟΣ που είχε ρυθμίσει την σχέση της διαδικασίας ειδικής εκκαθάρισης με το παλαιό καθεστώς (άρθρο 46α Ν. 1892/1990 διαδικασίας ειδικής εκκαθάρισης). Αυτή η απόφαση είχε ορίσει ότι τα απαγορευτικά μέτρα περί πλειστηριασμού και αναγκαστικής εκτέλεσης εντός της διαδικασίας ειδικής εκκαθάρισης δεν απαγορεύουν την εκποίηση αποθηκευμένων εμπορευμάτων κατά το ΝΔ 3077/1954.
Όμως η σχολιαζόμενη απόφαση ορθώς απείχε από το παραπάνω σκεπτικό της ΑΠ 699/2001 καθώς εύστοχα διαπίστωσε την διαφορετικότητα των διαδικασιών και των διατασσόμενων μέτρων. Κατά την νομολογία, η διαδικασία της ειδικής εκκαθαρίσεως, συνιστά μία μορφή συλλογικής αναγκαστικής εκτέλεσης ειδικού σκοπού, η οποία στοχεύει στη διατήρηση αυτούσιας της παραγωγικής μονάδας της υπό εκκαθάριση εταιρίας και ρευστοποίηση της ως συνόλου, ώστε αφενός μεν ως επιχείρηση να διατηρηθεί στον παραγωγικό ιστό της χώρας, αφετέρου δε από το προϊόν της ρευστοποιήσεως να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις των πιστωτών (ενδεικτικώς ΑΠ 704/2009 ΝΟΜΟΣ). Ο εκκαθαριστής, κατά τη διάρκεια της ειδικής εκκαθαρίσεως, ασκεί τη διοίκηση, διαχείριση και εκπροσώπηση της υπό εκκαθάριση τεθείσας επιχειρήσεως όχι ως εταιρικό όργανο, αλλά ως δημόσιος λειτουργός (ΑΠ 1504/2002 ΝΟΜΟΣ). Τα παραπάνω δεν αφορούν στην διαδικασία εξυγίανσης, της οποίας την εξέλιξη καθορίζει κυρίως ο μεσολαβητής. Αυτή η διαδικασία επιτελεί άλλο ρόλο, καλύπτει άλλες ανάγκες και κυρίως επιφέρει διαφορετικές συνέπειες τόσο για την οφειλέτρια επιχείρηση όσο και για τους πιστωτές της.
Η σχολιαζόμενη απόφαση ανέδειξε τα προληπτικά μέτρα της διαδικασίας εξυγίανσης κατά ορθό τρόπο και αποτέλεσμα ως απαγορευτικά της διαδικασίας εκποίησης εκ του ΝΔ 3077/1954. Τα άρθρα 10,103 Ν. 3588/2007 εντός της διαδικασίας εξυγίανσης δεν επιτρέπουν στο δικαστήριο μόνο την διαταγή αναστολής των ατομικών ή συλλογικών διώξεων. Επιτρέπουν την γενικότερη διαταγή προληπτικών μέτρων με σκοπό την διατήρηση της νομικής και πραγματικής κατάστασης της εταιρικής περιουσίας, μέχρι να λήξει με όποιον τρόπο η διαδικασία εξυγίανσης. Τέτοια διατήρηση της πραγματικής και νομικής κατάστασης συνεπάγεται και η απαγόρευση οποιασδήποτε διάθεσης περιουσιακών στοιχείων. Πρόκειται για γενικότερη απαγόρευση που καταλαμβάνει την με οποιονδήποτε τρόπο αποξένωση της εταιρείας από περιουσιακά της στοιχεία ή την με οποιονδήποτε τρόπο απομείωση αυτής ή ακόμα και επιβάρυνσή της. Τα προληπτικά μέτρα ουσιαστικά κατατείνουν στην απαγόρευση κάθε μέτρου διάθεσης που θα μπορούσε υπό το πρίσμα του άρθρο 939 ΑΚ να θεωρηθεί πράξη καταδολίευσης (βλ. χαρακτηριστικώς αλλά ενδεικτικώς για την έννοια και το περιεχόμενο των προληπτικών μέτρων ΜΠρΚοζ 1778/2009 ΕΕμπΔ 2010 σ. 465, ΜΠρΠατρ 3054/2010 ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΑθ 2804/2010 ΝΟΜΟΣ, βλ. και ΕφΑθ 3006/2011 ΔΕΕ 2012 σ. 36, ΜΠρΑθ 7006/2011 ΝΟΜΟΣ).
Τέτοια πράξη που αντιβαίνει στην διαταγή του δικαστηρίου περί προληπτικών μέτρων είναι και η εκποίηση κατά το ΝΔ 3077/1954. Θα οδηγήσει σε πράξη διάθεσης της εταιρικής περιουσίας, αν και η εταιρεία βρίσκεται εντός της διαδικασίας των άρθρων 99επ. Ν. 3588/2007. Συνεπώς, ορθώς η παραπάνω απόφαση διαπίστωσε ότι η εκποίηση των αποθηκευμένων εμπορευμάτων κατά την διαδικασία του ΝΔ 3077/1954, παρά την λήξη της διάρκειας αποθήκευσης, συνιστά πράξη διάθεσης αντικείμενη στα σχετικά προληπτικά μέτρα. Και ως τέτοια πράξη, έπρεπε να ανασταλεί.