Κεντρική διάταξη του νόμου 146/1914 αποτελεί το άρθρο 1 κατά το οποίο«απαγορεύεται κατά τις εμπορικές, βιομηχανικές ή γεωργικές συναλλαγές κάθε πράξη που γίνεται με σκοπό ανταγωνισμού και αντίκειται στα χρηστά ήθη. Ο παραβάτης δύναται να εναχθεί για παράλειψη και ανόρθωση της προσγενομένης
ζημίας. Οι προϋποθέσεις παροχής έννομης προστασίας κατά πράξεων αθέμιτων ανταγωνισμού απαιτούν α) πράξη ανταγωνισμού, β) σχέση ανταγωνισμού και γ) πρόθεση ανταγωνισμού . Ως σχέση ανταγωνισμού νοείται η δράση περισσοτέρων επιχειρήσεων σε μια κοινή αγορά με κοινό στόχο τη σύναψη συναλλακτικών σχέσεων με τρίτους. Επομένως, δεν απαγορεύεται κάθε ανταγωνιστική ενέργεια αλλά μόνο εκείνη
που έρχεται σε αντίθεση με τα χρηστή ήθη, η έννοια των οποίων προσδιορίζεται σύμφωνα με την κρατούσα στη νομολογία άποψη με βάση τις περί κοινωνικής ηθικής αντιλήψεις του μέσου ανθρώπου (ΑΠ 1805/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 547/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 991/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 15/1972 ΝοΒ 20.500, ΑΠ 1/1972 ΝοΒ 20.490, ΕφΑθ 1586/2012 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΕφΑθ 1414/2009 ΕλλΔνη 2020, 1672). Η έννοια της επιχείρησης καλύπτει «κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο», εφόσον αυτό ασκεί μια οικονομική δραστηριότητα. Υπάγει στο πεδίο εφαρμογής
της Οδηγίας 2005/29 και φορείς που είναι επιφορτισμένοι με ορισμένη αποστολή γενικού συμφέροντος ή φορείς που υπόκεινται σε νομικό καθεστώς δημοσίου δικαίου (ΔικΕΕ αποφ από 3.10.2013, υποθ C -59/12, BKK, σκέψη 32 σε συνυδασμό με σκέψη 31 = ΧρΙΔ 2013, 696, 696 με παρατήρ. Μαρίνου, βλ. και Μαρίνο, ΕλλΔνη 2013, 1369. ) Εξάλλου, υπό το φως της Οδηγίας 2005/29 (άρθρο 2 στοιχ. β και γ σε συνδυασμό με στοιχ. δ) πράξη ανταγωνισμού είναι κάθε πράξη ή πρακτική επιχείρησης προς όφελος της ίδιας ή ξένης επιχείρησης η οποία συνέχεται άμεσα με την προώθηση, πώληση ή προμήθεια ή με την εκτέλεση μιας σύμβασης με αντικείμενο προϊόντα ή υπηρεσίες, συμπεριλαμβανομένων των ακινήτων και υποχρεώσεων και δικαιωμάτων προς οποιονδήποτε αποδέκτη (καταναλωτή ή επιχείρηση).
Ως πρόθεση ανταγωνισμού νοείται η πρόθεση ενίσχυσης του ιδίου ή ξένου ανταγωνισμού σε συμφωνία με την πράξη ανταγωνισμού η οποία για ίδιο ή αλλότριο ανταγωνισμό. Δεν απαιτείται πρόθεση βλάβης του ανταγωνιστή ή τρίτων ή δόλια πρόθεση απόσπασης πελατείας (ΕφΑΘ 2130/2013 ΧρΙΔ 2013, 770, ΕφΘεσ 743/2009, ΔΕΕ 2009) ούτε ο σκοπός ανταγωνισμού να αποτελεί και τον μοναδικό λόγο τέλεσης της πράξης (ΕφΑθ 2130/2013, ΧρΙΔ 2013, 770, ΠΠρΑθ 966/1997, ΔΕΕ 1998, 154=ΕΕμπΔ 1998, 64). Απαιτείται απλώς
συνείδηση του προσβολέα ότι οι πράξεις του είναι ικανές να προκαλέσουν βλάβη (ΑΠ 1041/2010, ΕλλΔνη 2011, 722).