Είναι παράνομη η προσβολή ενός προσώπου μέσω αναρτήσεων σε blogs και το πρόσωπο αυτό αποκτά δικαίωμα αποζημίωσης.
Αριθ. 91/2012
TO ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΘΡΑΚΗΣ
Τα ιστολόγια (blogs) είναι διαδικτυακά ημερολόγια που περιλαμβάνουν υπερζεύξεις (hyperlinks) και καταχωρήσεις απόψεων, έχουν δε ως «βασική μονάδα» τους τις καταχωρήσεις και όχι τις εκάστοτε «σελίδες» (pages), όπως συμβαίνει με τους ιστότοπους (websites). Ο κάτοχος – διαχειριστής του διαδικτυακού ημερολογίου (blogger), ο οποίος μπορεί να είναι επώνυμος, ανώνυμος ή με ψευδώνυμο, καταγράφει, ανακοινώνει και καταθέτει τις απόψεις του σ’ αυτό για διάφορα ζητήματα, ενώ τα ιστολόγια είναι δυνατό να συνδέονται με άλλους ιστότοπους, ιστοσελίδες και blogs και να επιτρέπουν στους χρήστες-αναγνώστες τους να απαντήσουν στις απόψεις του γράφοντος, ανακοινώνοντας στο ίδιο ιστολόγιο τα δικά τους σχόλια, που είναι επίσης αναγνώσιμα από όλους τους τρίτους χρήστες του διαδικτύου.
Τα ιστολόγια συντηρούν οι χρήστες τους (bloggers) που ανταλλάσσουν απόψεις μέσω του ιστολογίου, το οποίο είναι διαδραστικό μέσο που διαφέρει από τις ιστοσελίδες που διατηρούν στο διαδίκτυο τα μέσα ενημέρωσης, γιατί η διαμόρφωση του περιεχομένου του δεν αποφασίζεται μόνο από τον κάτοχο – διαχειριστή του, αλλά από όλους τους χρήστες – αναγνώστες του ιστολογίου (πρβλ. Σ. Τάσση, Διαδίκτυο και ελευθερία έκφρασης – Το πρόβλημα των Blogs, ΔΙΜΕΕ, 2006/518 επ.). Είναι, μάλιστα, χαρακτηριστικό, ότι ακόμη και στην περίπτωση που ο κάτοχος-διαχειριστής μπορεί, με τη χρήση στοιχείων πρόσβασης, να επιλέξει ποιοί από τους χρήστες – αναγνώστες επιτρέπεται να αναρτήσουν δικά τους σχόλια στο ιστολόγιό του, δεν είναι σε θέση να ελέγξει το αληθές ή όχι των χορηγούμενων από τον εκάστοτε αναγνώστη προσωπικών του δεδομένων, διότι είναι πολύ πιθανό ο αναγνώστης να χρησιμοποιεί ψευδώνυμο, οπότε είναι δυσχερέστατη η αποκάλυψη της πραγματικής του ταυτότητας.
Παράλληλα, το Σύνταγμα προβλέπει την ελεύθερη επικοινωνία των Ελλήνων πολιτών και το απόρρητο της επικοινωνίας τους (άρθρο 19 παρ. 1), ενώ η άρση του απορρήτου επιτρέπεται μόνο στις περιπτώσεις που ρητά προβλέπει ο, κατ’ εξουσιοδότηση του Συντάγματος, εκδοθείς Νόμος 2225/1994 επί συγκεκριμένων εγκλημάτων σε βαθμό κακουργήματος. Επίσης, με τις διατάξεις του Π.Δ. 47/2005, που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση των ν. 2225/1994 και 3115/2003, επεκτάθηκε το απόρρητο των επικοινωνιών και στις επικοινωνίες μέσω διαδικτύου (internet), καθώς και στα εξωτερικά στοιχεία της επικοινωνίας (αριθμός κλήσης, στοιχεία καλούντος και καλουμένου, ώρα κλήσεως κ.τ.λ.).
Τέλος, η υπ’ αριθ. 9/2009 Γνωμοδότηση του Εισαγγελέα του Α.Π. (ΝΟΜΟΣ) υιοθετεί την άποψη ότι το απόρρητο των επικοινωνιών δεν καλύπτει την επικοινωνία μέσω διαδικτύου, γιατί σ’ αυτήν υφίσταται δημοσιότητα και ελευθερία της έκφρασης, οπότε σε περίπτωση τελέσεως οποιουδήποτε εγκλήματος μέσω διαδικτύου δεν απαιτείται άδεια οποιασδήποτε Αρχής και ιδίως της Αρχής Προστασίας Απορρήτου Επικοινωνιών, για να εξακριβωθούν, κατ’ εντολή Εισαγγελέων, ανακριτών, προανακριτικών αρχών, Δικαστικών Συμβουλίων ή Δικαστηρίων, τα ηλεκτρονικά ίχνη μιας εγκληματικής πράξεως (πρβλ. και Γνωμοδοτήσεις Εισαγγελέα Α.Π. 12/2009 και 9/2011, ΝΟΜΟΣ). Ωστόσο, είναι σαφές ότι οι ανωτέρω Γνωμοδοτήσεις αφορούν τα εγκλήματα του ποινικού Δικαίου και όχι την αστική ευθύνη εξ αδικοπραξίας.
Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά συνεδριάσεως και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν οι διάδικοι, για να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθ. 395, 591 παρ. 1 ΚΠολΔ), πλην των εγγράφων δηλώσεων των ….. ….., ….. ….., …… ….. και ….. ….. (με ημερομηνίες 13/6/2008, 17/6/2008, 14/6/2008 και 12/6/2008), διότι αυτές συντάχθηκαν για να προσκομισθούν κατά την πρωτοβάθμια δίκη, αλλά δεν περιβλήθηκαν τον τύπο της ένορκης βεβαίωσης (παράβαση άρθρου 671 παρ. 1 ΚΠολΔ) και, συνεπώς, δεν επιτρέπεται να ληφθούν υπόψη ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (Α.Π. 2030/2006 ΝΟΜΟΣ) και πλην της προσκομιζόμενης από τον εκκαλούντα σε ανεπικύρωτη φωτοτυπία από 16-7-2007 ΄Εκθεσης ΄Ενορκης Εξέτασης Μάρτυρα του αστυνομικού (χωρίς να προσδιορίζεται ο βαθμός του) …. ……., διότι, πέραν του ότι είναι ανεπικύρωτο, δεν προσδιορίζει ο εκκαλών από ποιά ποινική δικογραφία προέρχεται το εν λόγω έγγραφο, δεδομένου μάλιστα ότι ο εκκαλών δεν ισχυρίζεται ότι υπέβαλε έγκληση κατά του εφεσιβλήτου για την παρούσα υπόθεση, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Ο ενάγων είναι δημοσιογράφος και, ειδικότερα, διευθυντής σύνταξης του περιοδικού με την επωνυμία «….» που εκδίδεται στην Καβάλα, συνεργάτης της εφημερίδας «….» που εκδίδεται στην ……, πρώην υπάλληλος του γραφείου τύπου της περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας – Θράκης και επικεφαλής του γραφείου τύπου ενός βουλευτού – υπουργού, ενώ παρουσιάζει δυσχέρεια βάδισης λόγω δυσπλασίας του αριστερού του ποδιού με ποσοστό αναπηρίας 50%. Στο παγκόσμιο ιστό (www) υφίσταται ένα ιστολόγιο με την επωνυμία http: ………., στο οποίο δημοσιεύονται κείμενα τοπικού ενδιαφέροντος της Ροδόπης υπό τον τίτλο «….. …. ……», με υπότιτλο τις φράσεις «…… και από το ….. – .. …. …. …..».
Στις 3/5/2007 αναρτήθηκε στο ιστολόγιο αυτό ένα κείμενο με τον τίτλο «Ο κουτσός και ο χαζός τον πρώτο χρόνο χαίρονται», με περιεχόμενο σαφώς υβριστικό και συκοφαντικό σε βάρος του ενάγοντα, καθότι ευθέως αναφέρεται ότι αυτός στο παρελθόν εκδιώχθηκε κακήν κακώς από την Καβάλα και βρήκε επαγγελματική στέγη στην Κομοτηνή, ενώ έμμεσα χαρακτηρίζεται ως «κουτσός» και «χαζός». Ως κάτοχος – διαχειριστής του επίδικου ιστολογίου φέρεται ο εναγόμενος, διότι το επώνυμό του αποτελεί τμήμα της προαναφερθείσας επωνυμίας του ιστολογίου αυτού, γεγονός που αρνείται ο τελευταίος, ισχυριζόμενος ότι δεν έχει καν πρόσβαση στο διαδίκτυο (δηλαδή σύνδεση με internet) και ότι κάποιος άλλος, χρησιμοποιώντας το δικό του επώνυμο, δημιούργησε το εν λόγω ιστολόγιο.
Ο ενάγων προσκομίζει και επικαλείται διάφορες εκτυπώσεις από ιστότοπους ή ιστοσελίδες, όπου αναγράφονται τα ηλεκτρονικά στοιχεία του εναγομένου, μεταξύ δε άλλων της ιστοσελίδας με τα στοιχεία «….. … …. – …… …. …… του … ….», της ιστοσελίδας με τα τίτλο «…. .. …», στο λήμμα «…. : ….: … – ….. ….», όπου αναγράφεται «….. … … – ….. …….. του ….. ……» (23-3-2007), της ιστοσελίδας «…….. ……..», όπου υπάρχει καταχώρηση άρθρου του εναγομένου με τον τίτλο «Η αντίπερα όχθη …..» και αναγράφεται η ηλεκτρονική διεύθυνση «http:…. ….. ……….» (27-9-2007), και της ιστοσελίδας με τίτλο «… ….» (11-2-2008), η οποία αναφέρεται σε συνάντηση bloggers της Κομοτηνής και αναγράφει ότι παρευρέθη και ο εναγόμενος με διεύθυνση ιστολογίου «http:……… ……». Από τα ανωτέρω αποδεικτικά μέσα, σαφώς μεν προκύπτει η εμφάνιση των στοιχείων του εναγομένου σε διάφορα ιστολόγια ή ιστοσελίδες, αλλά δεν αποδεικνύεται εάν αυτός(εναγόμενος) ή κάποιος τρίτος έθεσε σε κυκλοφορία και χρήση τα στοιχεία του στο διαδίκτυο, διότι, σύμφωνα προς όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη της απόφασης αυτής, ο κάτοχος – διαχειριστής ενός ιστολογίου και όσοι αναρτούν σε αυτό κείμενα δεν υποχρεούνται να εμφανίζονται στο αναγνωστικό κοινό τους με το αληθινό τους όνομα, αλλά μπορούν να χρησιμοποιούν ψευδώνυμο, άρα δεν αποδείχθηκε ότι συντάκτης του επίδικου κειμένου είναι ο εναγόμενος.
Συνακόλουθα, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση ομοίως έκρινε, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και, συνεπώς, ο σχετικός πρώτος λόγος της κρινόμενης έφεσης, που υποστηρίζει τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την ανωτέρω υπ’ αριθ. 44/2008 μη οριστική του απόφαση επί της υπόθεσης αυτής, διέταξε την επανάληψη της συζητήσεως, προκειμένου να προσκομισθεί έγγραφο από το Τμήμα Ηλεκτρονικού Εγκλήματος της Διεύθυνσης Ασφάλειας Θεσσαλονίκης περί των στοιχείων του κατόχου – διαχειριστή του επιδίκου ιστολογίου.
Το ανωτέρω Τμήμα Ηλεκτρονικού Εγκλήματος, με το υπ’ αριθ. 9009/20/211-α/27-11-2008 έγγραφό του, γνωστοποίησε στον εναγόμενο, μεταξύ άλλων, τα εξής : «6. Για την διερεύνηση και συγκεκριμένα για την αναζήτηση της ταυτότητας του κατόχου – διαχειριστή του ιστολογίου – …………, απαιτείται άρση του απορρήτου, ενέργεια η οποία δεν δύναται να γίνει επειδή δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στον Ν. 2225/94.». Επίσης, πέραν του ότι δεν συντρέχουν στη συγκεκριμένη περίπτωση οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ανωτέρω νόμου περί άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών, δεν μπορεί εν προκειμένω να τύχει εφαρμογής ούτε η ανωτέρω υπ’ αριθ. 9/2009 Γνωμοδότηση του Εισαγγελέα του Α.Π., εφόσον πρόκειται περί αδικοπραξίας και όχι περί ποινικού αδικήματος, όπως εκτέθηκε στη μείζονα σκέψη της απόφασης αυτής.
Συνακόλουθα, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφαση, ομοίως έκρινε, ορθά εφήρμοσε το νόμο και, συνεπώς, ο σχετικός δεύτερος λόγος της υπό κρίση έφεσης, που υποστηρίζει τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Η δικηγορική μας εταιρεία έχει χειριστεί υποθέσεις τέτοιας φύσης, όμως η
απλή ανάγνωση του παρόντος δεν παρέχει πλήρη ενημέρωση, η οποία παρέχεται από τους δικηγόρους της εταιρείας μας.