Καταγγελία σύμβασης αορίστου χρόνου και η καταχρηστική εκμετάλλευση οικονομικής εξάρτησης (άρθρο 18α Ν. 146/1914)
Η εμπορική συνεργασία μεταξύ δύο επιχειρήσεων μπορεί να λήξει με καταγγελία παρά την μακρόχρονη συνεργασία των επιχειρήσεων. Σε τέτοιες περιπτώσεις πρέπει εξαιρετικώς να εξεταστεί αν η πράξη της πρόωρης λήξης (καταγγελία) εμπίπτει στην παραβίαση του άρθρου 18 α Ν. 146/1914 and αποτελεί παράνομη και αθέμιτη πράξη.
Οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή του άρθρου 18α Ν. 146/1914 συνοψίζονται σε γενικές γραμμές στα εξής:
α) Ύπαρξη σχέσης οικονομικής εξάρτησης μιας επιχείρησης από μία άλλη που έχουν σχέση προμηθευτή-αγοραστή,
β) Ανυπαρξία ισοδύναμης εναλλακτικής λύσης για την εξαρτώμενη επιχείρηση,
γ) Καταχρηστική εκμετάλλευση της σχέσης οικονομικής εξάρτησης.
Η παραπάνω απόφαση απέρριψε ως ουσία αβάσιμη την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων με αντικείμενο την αξιολόγηση μιας συμπεριφοράς ως καταχρηστικής εκμετάλλευσης της σχέσης οικονομικής εξάρτησης. Έκρινε ότι η καταγγελία μιας διαρκούς έννομης σχέσης δεν οδηγεί αυτοδικαίως σε εφαρμογή του άρθρου 18α Ν. 146/1914.
Ιδιαίτερη σημασία όμως έχει και κάτι που δεν εξετάστηκε: στην προκειμένη περίπτωση καταγγέλθηκε μια διαρκής σύμβαση, αυτό θεωρήθηκε ως πράξη που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 18α Ν. 146/1914 και προβλήθηκε ως αίτημα η συνέχιση της εκτέλεσης της καταγγελθείσας σύμβασης. Είναι ερευνητέο αν, κατά την εφαρμογή του παραπάνω άρθρου, μπορεί να προβληθεί ως αίτημα η συνέχιση μιας καταγγελθείσας σύμβασης.
Δηλαδή είναι ζητούμενο, αν η άρση και παράλειψη της συγκεκριμένης παράβασης μπορεί να οδηγήσει στη συνέχιση της διακοπείσας σύμβασης και στην άρση των συνεπειών της (παράνομης) καταγγελίας της.
Ιδιαιτέρως στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων η προβολή του αιτήματος περί συνέχισης μιας καταγγελθείσας σύμβασης προσκρούει στο άρθρο 692 παρ. 4 ΚΠολΔ, καθώς η αποδοχή τέτοιου αιτήματος οδηγεί σε ικανοποίηση του ασφαλιστέου δικαιώματος. Ωστόσο, μάλλον επικρατεί η αντίθετη άποψη, σύμφωνα με την οποία όταν η καταγγελία της σύμβασης είναι για κάποιο λόγο άκυρη επιτρέπεται η διαταγή συνέχισης μιας έννομης σχέσης παρά το άρθρο 692 παρ. 4 ΚΠολΔ,.
Τα επιχειρήματα αυτής της άποψης βασίζονται στην εφαρμογή του άρθρου 732 ΚΠολΔ περί προσωρινής ρύθμισης και συνοψίζονται στα εξής:
«αν μετά την άσκηση της καταγγελίας αμφισβητείται το κύρος της, η αμφισβήτηση αυτή μπορεί να αρθεί με αναγνωριστική αγωγή και απόφαση. Όσο διαρκεί η αμφισβήτηση δεν μπορεί να διαταχθεί ως ασφαλιστικό μέτρο η προσωρινή ακύρωση της γενομένης καταγγελίας, και τούτο διότι κάτι τέτοιο θα συνιστούσε ικανοποίηση του ασφαλιστέου δικαιώματος, που απαγορεύεται από το άρθρο 692 παρ. 4 ΚπολΔ. Μπορεί, όμως, το Δικαστήριο στα πλαίσια της ευχέρειας, που του παρέχεται με το άρθρο 732 ιδίου κώδικα, να διατάξει, μέχρι να κριθεί το κύρος της καταγγελίας στα πλαίσια της κύριας δίκης, κάθε πρόσφορο μέτρο για τη ρύθμιση κατάστασης σε περίπτωση που κριθεί ότι η καταγγελία έγινε καταχρηστικά και θα επέλθει στον αιτούντα ανεπανόρθωτη βλάβη. Η ρύθμιση αυτή, που σκοπό έχει να θέσει σε λειτουργία την εριζομένη διαρκή έννομη σχέση, δεν απολήγει σε ικανοποίηση της ασφαλιζομένης απαίτησης, αφού είναι προσωρινή και προϋποτίθεται πως δεν δημιουργούνται αμετάκλητες καταστάσεις που ματαιώνουν αναγκαίως τον πρακτικό σκοπό της κύριας δίκης».
Η νομολογία σε κάποιες περιπτώσεις κρίνει ότι δεν παραβιάζεται το άρθρο 692 παρ. 4 ΚΠολΔ καθώς «στις διαρκείς έννομες σχέσεις μπορεί με την προσωρινή ρύθμιση της κατάστασης να τεθεί προσωρινά σε λειτουργία η έννομη σχέση. Σε αυτή την περίπτωση η απαγόρευση ικανοποίησης της ασφαλιζόμενης αξίωσης (άρθρο 692 παρ. 4 ΚΠολΔ) δεν σημαίνει ότι απαγορεύεται οποιαδήποτε παροχή … Εφόσον η προσωρινή ρύθμιση της κατάστασης που συνίσταται στην παράλειψη μελλοντικών πράξεων προσβολής του κρίσιμου δικαιώματος δεν προκαλεί κίνδυνο δημιουργίας αμετάκλητων καταστάσεων, δεν έρχεται σε αντίθεση με το άρθρο 692 παρ. 4 ΚΠολΔ».
Πάντως, αυτή η άποψη εκτός του άρθρου 692 παρ. 4 ΚΠολΔ καλείται να αντιμετωπίσει και τα εξής. Πρώτον ζήτημα είναι ότι, η καταγγελία μιας σύμβασης γίνεται βάσει διαπλαστικού δικαιώματος και επιφέρει διαπλαστικός τις έννομες συνέπειές της. Η συνέχιση εκτέλεσης μιας καταγγελθείσας σύμβασης (έστω και με εκπλήρωση μόνο τμήματος των συμβατικών υποχρεώσεων) προϋποθέτει την αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας και την (μερική ή πλήρη) άρση των συνεπειών της καταγγελίας. Η αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας επέρχεται από την τελεσιδικία της απόφασης.
Συνεπώς, οι έννομες συνέπειες της ακυρότητας δεν επέρχονται με απόφαση ασφαλιστικών μέτρων. Προφανώς, η λύση με εφαρμογή του άρθρου 732 ΚΠολΔ επιλέχθηκε από τη νομολογία προκειμένου να παρακαμφθεί ο περιορισμός του άρθρου 692 παρ. 4 ΚΠολΔ και να ρυθμιστούν έννομες καταστάσεις μέχρι την τελεσιδικία της απόφασης, χωρίς να δημιουργούνται μην αναστρέψιμες οικονομικές ή νομικές συνέπειες.
Δεύτερο ζήτημα που προκύπτει είναι ότι συνήθως η νομολογία αποδίδει δικαίωμα αποζημίωσης στον καθ’ ου, αν είναι άκυρη η καταγγελία. Δεν του δίνει δικαίωμα να αξιώσει συνέχιση της σύμβασης καθώς η καταγγελία, ακόμα και άκυρη, λειτουργεί διαπλαστικώς μη ανατρεπομένων των έννομων συνεπειών της. Και η δικαστική απόφαση δε μπορεί να οδηγεί σε αναβίωση της (έστω ακύρως) καταγγελθείσας σύμβασης.
Η αδικαιολόγητη διακοπή μακροχρόνιων σχέσεων όπως ορίζεται στο άρθρο 18α Ν. 146/1914 γίνεται κυρίως μέσω καταγγελίας. Πάντως, η εφαρμογή του άρθρου 2α Ν. 703/1977 δε φαίνεται να απαγόρευε την διαταγή συνέχισης της διακοπείσας δια καταγγελίας σύμβασης. Συνεπώς, ενδέχεται η νομολογία (και) υπό το άρθρο 18α Ν. 146/1914 να διατάσσει τη συνέχιση εκτέλεσης των παρανόμως διακοπεισών-καταγγελθεισών συμβάσεων.
Άλλωστε και η σχολιαζόμενη απόφαση δεν φαίνεται καταρχήν να απορρίπτει ως νόμω αβάσιμο ένα τέτοιο αίτημα.
Η δικηγορική μας εταιρεία έχει χειριστεί υποθέσεις τέτοιας φύσης, όμως η
απλή ανάγνωση του παρόντος δεν παρέχει πλήρη ενημέρωση, η οποία παρέχεται από τους δικηγόρους της εταιρείας μας.