Η αξιώση προς έκπτωση παρακρατηθέντος φόρου υπόκειται σε πεντατή παραγραφή, η οποία αρχίζει απο το τέλος του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκε και είναι δυνατή η δικαστική της επιδιώξη, δηλαδή από το τέλος του οικονομικού έτους, μέσα στο οποίο ο φορολογούμενος όφειλε να υποβάλει τη δήλωση φορολογίας εισοδήματος για το οικείο οικονομικό έτος.
Α887/2022
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΤΜΗΜΑ Η’ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ
συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 19 Ιουνίου 2020 με δικαστή την Αθηνά Τσώνου, Εφέτη Δ.Δ., και γραμματέα την Αικατερίνη Χρυσοπούλου, δικαστική υπάλληλο,
για να δικάσει την έφεση με ημερομηνία κατάθεσης 21/03/2019 του Ελληνικού Δημοσίου,
το οποίο εκπροσωπείται από τον Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων και δεν παραστάθηκε,
κατά του ………………………… , κατοίκου Ναυπάκτου………… ο οποίος παραστάθηκε με την από 18-6-2020 δήλωση, κατ’ άρθρο 133 παρ.2 του ΚΔΔ, της πληρεξούσιας του δικηγόρου Διαμάντως Αλεξανδροπούλου.
Αφού μελέτησε τη δικογραφία
σκέφθηκε κατά το νόμο
1. Επειδή, με την κρινόμενη έφεση, για την άσκηση της οποίας δεν απαιτείται η καταβολή παράβολου, το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο ζητά την εξαφάνιση της Α100/2019 απόφασης του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιά με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η από 12/01/2018 προσφυγή του εφεσίβλητου και ακυρώθηκε η 6378/18-12-2017 απόφαση του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων και ήδη Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, κατά το μέρος με το οποίο απορρίφθηκε η 33907/19-7-2017 ενδικοφανής προσφυγή του εφεσίβλητου κατά των 1555/19-6-2017 and 1556/19-6-2017 εκκαθαριστικών σημειωμάτων φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων της Δ.Ο.Υ. Καλλιθέας, οικονομικών ετών 2010 και 2011, αντίστοιχα. Με τα εκκαθαριστικά αυτά σημειώματα επιβλήθηκαν σε βάρος του εφεσίβλητου ποσά φόρου εισοδήματος, ύψους 5.434,14 ευρώ και 5.901,39 ευρώ, αντίστοιχα για τα εν λόγω οικονομικά έτη. Η κρινόμενη έφεση νομίμως συζητήθηκε, παρά την απουσία του εκκαλούντος, το οποίο εκλήθη νομίμως να παραστεί κατά τη συζήτηση, όπως προκύπτει από την έκθεση επίδοσης, με ημερομηνία 31/03/2020, της δικαστικής υπαλλήλου, Αλεξάνδρας Φοντούλη, της ΚΛ1733/2020 κλήσης προς συζήτηση, προς τον Προϊστάμενο της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών της ΑΑΔΕ, την οποία (κλήση) παρέλαβε αρμόδια υπάλληλος, ασκηθείσα δε νομοτύπως και εμπροθέσμως πρέπει να εξετασθεί, περαιτέρω, στην ουσία
2. Επειδή, στον ν. 2238/1994 “Κύρωση του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος’ (ΦΕΚ Α’ 151), ορίζεται στο άρθρο 9 (Υπολογισμός και καταβολή του φόρου) ότι: “1. α) Το εισόδημα από μισθούς, συντάξεις και μισθούς με έκδοση τιμολογίου ή απόδειξης για παροχή υπηρεσιών υποβάλλεται σε φόρο σύμφωνα με την ακόλουθη κλίμακα: […] 2. […] 9. Από το συνολικό ποσό του φόρου που προκύπτει με βάση τις κλίμακες της παραγράφου 1 εκπίπτουν: α) Ο φόρος που προκαταβλήθηκε ή παρακρατήθηκε, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 52 και 54 έως 58 στο εισόδημα που υπόκειται σε φόρο μέσα στο ίδιο οικονομικό έτος. Εάν το ποσό του φόρου που προκαταβλήθηκε ή παρακρατήθηκε είναι μεγαλύτερο από τον οφειλόμενο φόρο, η επιπλέον διαφορά επιστρέφεται. β) στο άρθρο 58 “Παρακράτηση φόρου στο εισόδημα από αμοιβές ελευθερίων επαγγελμάτων” ότι: Ί. Στο εισόδημα από αμοιβές ελευθέριου επαγγέλματος ενεργείται παρακράτηση φόρου με συντελεστή είκοσι τοις εκατό (20%) στο ακαθάριστο ποσό των αμοιβών αυτών εφόσον η συναλλαγή υπερβαίνει τα τριακόσια (300) ευρώ. Ο φόρος παρακρατείται από τους φορείς της Γενικής Κυβέρνησης, κοινωφελή ιδρύματα, οργανισμούς και επιχειρήσεις κοινής ωφελείας, δημόσιες επιχειρήσεις, τράπεζες και πιστωτικά ιδρύματα ή πιστωτικούς οργανισμούς, συνεταιρισμούς και ενώσεις τους, συλλόγους γενικά και ενώσεις προσώπων ανεξάρτητα από το σκοπό τους, καθώς και από επιχειρήσεις και ελεύθερους επαγγελματίες που τηρούν απλογραφικά και διπλογραφικά βιβλία, κατά την καταβολή των αμοιβών, ανεξαρτήτως του εκδιδόμενου στοιχείου που ορίζεται από τον Κώδικα Φορολογικής Απεικόνισης Συναλλαγών.” και στο άρθρο 84 (Παραγραφή) παρ. 7, όπως η παράγραφος αυτή ισχύει μετά την αντικατάσταση της με την παρ. 15 του άρθρου 8 του ν. 3842/2010 (ΦΕΚ Α’ 58/23.4.2010.7), και ισχύει εν προκειμένω κατά το χρόνο υποβολής της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος: “7. Η κατά του Δημοσίου απαίτηση προς επιστροφή φόρου παραγράφεται μετά τρία (3) έτη από την ημερομηνία της εμπρόθεσμης υποβολής της δήλωσης ή αν υποβληθεί εκπρόθεσμα η δήλωση, μετά τρία (3) έτη από την ημερομηνία που η δήλωση αυτή όφειλε να είχε υποβληθεί. Αν υποβληθεί ανακλητική δήλωση ή δήλωση με επιφύλαξη, η αξίωση για την επιστροφή του φόρου παραγράφεται μετά τρία (3) έτη από την ημέρα της με οποιονδήποτε τρόπο αποδοχής της. Η αξίωση για επιστροφή φόρου βάσει υποβληθείσας εμπρόθεσμης δήλωσης αναβιώνει από την κοινοποίηση φύλλου ή πράξης ελέγχου. Ως προς τα λοιπά θέματα της παραγραφής εφαρμόζονται οι διατάξεις του δημοσίου λογιστικού (ν. 2362/1995), όπως εκάστοτε ισχύουν”. Περαιτέρω, ο Ν. 2362/1995 «Περί Δημοσίου Λογιστικού κ.λπ.» (ΦΕΚ 247 Α’), ορίζει στο μεν άρθρο 90 ότι «1. Οποιαδήποτε απαίτηση κατά του Δημοσίου παραγράφεται μετά πενταετία, εφόσον από άλλη γενική ή ειδική διάταξη δεν ορίζεται βραχύτερος χρόνος παραγραφής. 2. Η κατά του Δημοσίου απαίτηση προς επιστροφή αχρεωστήτως ή παρά το νόμο καταβληθέντος σ’ αυτό χρηματικού ποσού παραγράφεται μετά τρία έτη από της καταβολής …», στο δε άρθρο 91 ότι «Επιφυλασσομένης κάθε άλλης ειδικής διατάξεως του παρόντος, η παραγραφή οποιοσδήποτε απαιτήσεως κατά του Δημοσίου αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη αυτής…».
3. Επειδή, από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι, αφενός μεν δεν προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 84 παρ.7 ν.2238/1994, τίποτα σχετικώς με την παραγραφή της κατά το άρθρο 9 παρ. 9 του ν.2238/1994 υποχρέωσης του Δημοσίου προς έκπτωση του φόρου που παρακρατήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 58, και ο οποίος αποδίδεται σ’ αυτό σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 59 του ίδιου πάντα νόμου, αφετέρου δε ότι η παραγραφή που προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 90 παρ. 2 του ν. 2362/1995, αφορά απαίτηση προς επιστροφή αχρεώστητης ή παρά το νόμο καταβολής, προϋποθέσεις που δεν ισχύουν στην περίπτωση του παρακρατηθέντος, και αποδοθέντος στο Δημόσιο, σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις, φόρου εισοδήματος από μισθωτές υπηρεσίες. Αντιθέτως, όμως, η αξίωση προς έκπτωση του κατά τα ανωτέρω παρακρατηθέντος φόρου, υπόκειται στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 90 παρ.1 του ν.2362/1995, η οποία αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκε και είναι δυνατή η δικαστική της επιδίωξη, δηλαδή από το τέλος του οικ. έτους μέσα στο οποίο ο φορολογούμενος όφειλε να υποβάλει τη δήλωση φορολογίας εισοδήματος για το οικείο οικονομικό έτος (πρβλ. ΔΕφ.ΑΘ.4142/2018).
4. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Ο εφεσίβλητος, πολιτικός μηχανικός, υπέβαλε, εκπροθέσμως, στη ΔΟΥ Καλλιθέας τις υπ’αριθ.935/3-3-2015, 936/3-3-2015 και 937/3-3- 2015 δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος, οικονομικών ετών 2009, 2010 και 2011 αντίστοιχα, στις οποίες δήλωσε, μεταξύ άλλων, τις αμοιβές τις οποίες εισέπραξε από την εταιρία ΤΕΡΝΑΑ.Ε, στην οποία εργαζόταν με σύμβαση παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών. Επί των αμοιβών αυτών παρακρατήθηκε, κατ’ άρθρο 58 του ν. 2238/1994, φόρος εισοδήματος ύψους 5.180 ευρώ, 5.180 ευρώ και 5.180, αντίστοιχα (βλ. τις από 19-2-2009 δύο βεβαιώσεις για τις χρονικές περιόδους από 1/1 – 30/6/2008 και 1/7 -31/12/2008, την από 4-2-2010 βεβαίωση για το έτος 2009 και την άνευ ημερομηνίας βεβαίωση για το έτος 2010 της εταιρίας ΤΕΡΝΑΑ.Ε), ο οποίος αναγράφηκε από τον εφεσίβλητο στον κωδικό 605 των ως άνω δηλώσεων. Βάσει των παραπάνω δηλώσεων εκδόθηκαν τα υπ’αριθ. 1554/19 6-2017, 1555/19-6-2017 και 1556/19-6-2017 εκκαθαριστικά σημειώματα φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων της ΔΟΥ Καλλιθέας, οικονομικών ετών 2009, 2010 και 2011, αντίστοιχα, με τα οποία καταλογίσθηκε σε βάρος του εφεσίβλητου φόρος εισοδήματος, ύψους 6.188,37 ευρώ, 5.434,14 ευρώ και 5.901,39 ευρώ, αντίστοιχα, για τα ως άνω οικονομικά έτη, χωρίς να ληφθούν υπόψη τα αναγραφέντα ως άνω ποσά του παρακρατηθέντος φόρου. Ο εφεσίβλητος κατά των εν λόγω εκκαθαριστικών σημειωμάτων άσκησε ενώπιον της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων την 33907/19-7-2017 ενδικοφανή προσφυγή, με την οποία υποστήριξε ότι μη νόμιμα δεν εξέπεσε ο παρακρατούμενος φόρος από τον οφειλόμενο φόρο εισοδήματος των ένδικων οικονομικών ετών. Όμως, η εν λόγω ενδικοφανής προσφυγή απορρίφθηκε με την υπ1 αριθ. 6378/18-12-2017 απόφαση του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών, με την αιτιολογία ότι, ναι μεν ήταν καταρχήν νόμω βάσιμος ο ισχυρισμός του προσφεύγοντος kc ήδη εφεσιβλήτου ότι, κατά τον προσδιορισμό του φόρου εισοδήματος •που οφείλει ο φορολογούμενος επιβάλλεται να αφαιρείται (εκπίπτει) το μέρος του φόρου που προπληρώθηκε μέσω του μηχανισμού – διαδικασίας της παρακράτησης φόρου, πλην, όμως, στην προκειμένη περίπτωση, κατά το χρόνο υποβολής των οικείων δηλώσεων φόρου εισοδήματος από τον προσφεύγοντα, η αξίωσή του προς έκπτωση του παρακρατηθέντος και προκαταβληθέντος φόρου είχε ήδη παραγραφεί, καθόσον η τριετής παραγραφή του άρθρου 90 παρ. 2 του ν.2362/1995 είχε ήδη αρχίσει από την επόμενη της λήξης της ημερομηνίας υποβολής της δήλωσης φόρου εισοδήματος των ένδικων οικονομικών ετών, ήτοι εντός του 2009, 2010, 2011, αντίστοιχα και, συνεπώς, είχε συμπληρωθεί κατά την αντίστοιχη ημερομηνία του έτους 2012 (για το οικ. έτος 2009), του έτους 2013 (για το οικ. έτος 2010) και του έτους 2014 (για το οικ. έτος 2011), σύμφωνα και με την με αριθμό 408/2011 γνωμοδότηση του Ν.Σ.Κ., η οποία έγινε δεκτή από τον Αναπληρωτή Υπουργό Οικονομικών με την ΠΟΑ 1068/14.3.2012. Εν συνεχεία, με την από 12/01/2048 προσφυγή του, ο εφεσίβλητος προέβαλε ότι το δικαίωμα του να εκπέσουν τα παρακρατηθέντα ποσά φόρου δεν είχε παραγραφεί, διότι, εν προκειμένω, έχει εφαρμογή η πενταετής παραγραφή του άρθρου 90 παρ.1 του ν.2362/1995. Τον ισχυρισμό αυτόν δέχθηκε και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση και ακύρωσε την ως άνω απόφαση της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών της ΑΑΔΕ, κατά το μέρος που αφορούσε στα εκκαθαριστικά σημειώματα των οικ. ετών 2010 και 2011 (1555 και 1556/19- 06-2017), για ποσό παρακρατηθέντος φόρου 5.180 ευρώ, καθ’ έκαστο αυτών.
5. Επειδή, με την κρινόμενη έφεση το εκκαλούν προβάλλει ως λόγο αυτής ότι, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 9 παρ. 9, 84 παρ. 7 του Ν.2238/1994 και του άρθρου 90 παρ. 2 του Ν. 2362/1995, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε την πενταετή, και όχι την τριετή, παραγραφή των αξιώσεων του εφεσίβλητου προς έκπτωση του παρακρατηθέντος φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων, οι οποίες γεννώνται κατά το χρόνο υποβολής της οικείας φορολογικής δήλωσης, ήτοι, εν προκειμένω, κατά τα έτη 2011 και 2012, για τα οικ. έτη 2010 και 2011, αντίστοιχα, οπότε αρχίζει και ο χρόνος της τριετούς παραγραφής. Εξάλλου, η παραγραφή της σχετικής αξίωσης αρχίζει, όχι από το χρόνο της εκ του νόμου παρακράτησης του φόρου από την φορολογική αρχή, αλλά από το χρόνο υποβολής της σχετικής φορολογικής δήλωσης, εάν αυτή υποβληθεί εμπρόθεσμα, άλλως από το χρονικό σημείο λήξης της προθεσμίας για την υποβολή της. Συνεπώς, σύμφωνα με το λόγο της έφεσης, στην προκειμένη περίπτωση, η αξίωση του εφεσιβλήτου για έκπτωση του παρακρατηθέντος, οφειλόμενου κατά τα οικ. έτη 2010 και 2011 φόρου εισοδήματος, είχε παραγραφεί ήδη κατά το χρονικό σημείο υποβολής της εκπρόθεσμης φορολογικής του δήλωσης στις 03/03/2015. Όμως, ο λόγος αυτός της έφεσης παρίσταται, σύμφωνα και με όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά στην τρίτη σκέψη της παρούσας, νόμω αβάσιμος, ο δε επάλληλος ισχυρισμός ότι η έναρξη της παραγραφής συμπίπτει με τη λήξη της προθεσμίας για την εμπρόθεσμη υποβολή της φορολογικής δήλωσης, ήτοι, εν προκειμένω, στις 31/12/2011 και στις 31/12/2012, για τα οικ. έτη 2010 και 2011 αντίστοιχα, ερείδεται επί της εσφαλμένης νομικής προϋπόθεσης ότι εφαρμόζεται η τριετής, και όχι η πενταετής, παραγραφή επί της συγκεκριμένης αξίωσης συμψηφισμού (έκπτωσης) του παρακρατηθέντος φόρου εισοδήματος.
6. Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί. Περαιτέρω, ελλείψει σχετικού αιτήματος δεν επιδικάζεται δικαστική δαπάνη σε βάρος του εκκαλούντος (αρ. 275 παρ. 7 ΚΔΔ).
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
-Απορρίπτει την έφεση.
Η δικηγορική μας εταιρεία έχει χειριστεί υποθέσεις τέτοιας φύσης, όμως η
απλή ανάγνωση του παρόντος δεν παρέχει πλήρη ενημέρωση, η οποία παρέχεται από τους δικηγόρους της εταιρείας μας.